σιτικός: Difference between revisions

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
(1b)
m (Text replacement - " )" to ")")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sitikos
|Transliteration C=sitikos
|Beta Code=sitiko/s
|Beta Code=sitiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of wheat</b> or <b class="b2">corn</b>, (sc. <b class="b3">λόγος</b>) <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>292.2</span> (iii B.C.); <b class="b3">σ. ἐξαγωγή</b> exportation <b class="b2">of corn</b>, <span class="bibl">Plb.28.16.8</span>; <b class="b3">οἱ σ. καρποί</b> Aristeas <span class="bibl">112</span>, <span class="bibl">D.S.5.21</span>, etc.; σ. τροφή <span class="bibl">Str. 5.4.3</span>; <b class="b3">ὁ σ. νόμος</b>, Lat. <b class="b2">lex frumentaria</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">CG</span>5</span>; <b class="b3">σ. πρόσοδοι, τελέσματα</b>, <span class="title">OGI</span>90.11 (Rosetta, ii B.C.), 669.47 (Egypt, i A.D.); <b class="b3">πράξας τὸ σ., πράκτωρ σιτικῶν</b>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2120.4</span> (iii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">Ostr.Bodl.</span> iv 74</span> (iii A.D.), etc. (cf. πράκτωρ <span class="bibl">11.2</span>); <b class="b3">σ. ἐδάφη, ἄρουραι</b>, lands <b class="b2">subject to corn-tax</b>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>6.704.17</span> (ii A.D.), Wilcken <span class="title">Chr.</span>115.14 (iii A.D.), etc.</span>
|Definition=σιτική, σιτικόν, [[of wheat]] or [[corn]], (''[[sc.]]'' [[λόγος]]) ''PCair.Zen.''292.2 (iii B.C.); <b class="b3">σ. ἐξαγωγή</b> exportation [[of corn]], Plb.28.16.8; <b class="b3">οἱ σ. καρποί</b> Aristeas 112, [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.21, etc.; σ. τροφή Str. 5.4.3; <b class="b3">ὁ σ. νόμος</b>, Lat. [[lex frumentaria]], Plu.''CG''5; <b class="b3">σ. πρόσοδοι, τελέσματα</b>, ''OGI''90.11 (Rosetta, ii B.C.), 669.47 (Egypt, i A.D.); <b class="b3">πράξας τὸ σ., πράκτωρ σιτικῶν</b>, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2120.4 (iii A.D.), ''Ostr.Bodl.'' iv 74 (iii A.D.), etc. (cf. [[πράκτωρ]] II.2); <b class="b3">σ. ἐδάφη, ἄρουραι</b>, lands [[subject to corn-tax]], ''PSI''6.704.17 (ii A.D.), Wilcken ''Chr.''115.14 (iii A.D.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] = Folgdm; [[ἐξαγωγή]], Getreideausfuhr, Pol. 28, 14, 8; D. Hal. epit. 17, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0885.png Seite 885]] = Folgdm; [[ἐξαγωγή]], Getreideausfuhr, Pol. 28, 14, 8; D. Hal. epit. 17, 12.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le blé : σιτικὸς [[νόμος]] PLUT loi sur les céréales (lex frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιτικός -ή -όν [σῖτος] betrekking hebbend op graan, graan-:; σιτικὸς νόμος (Lat.) lex frumentaria (graanwet in Rome) Plut. TG et CG 26(5).2; subst.. τὸ σιτικόν de graanvoorziening Plut. Pomp. 50.1.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτικός:''' [[хлебный]], [[зерновой]]: σιτικὴ [[ἐξαγωγή]] Polyb. вывоз хлеба; σιτικοὶ καρποί Diod. хлебные растения; σ. [[νόμος]] Plut. (лат. [[lex]] frumentaria) хлебный закон.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτικός''': -ή, -όν, ([[σῖτος]]) ὁ τοῦ σίτου, εἰς τὸν σῖτον ἀνήκων, σ. [[ἐξαγωγή]], ἐξαγωγὴ σίτου, Πολύβ. 28. 14, 8· οἱ σ. καρποὶ Διόδ. 5. 21, κτλ.· σ. τροφὴ Στράβ. 242· ὁ σ. [[νόμος]], lex frumentaria, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 5· σ. πρόσοδοι Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 11.
|lstext='''σῑτικός''': -ή, -όν, ([[σῖτος]]) ὁ τοῦ σίτου, εἰς τὸν σῖτον ἀνήκων, σ. [[ἐξαγωγή]], ἐξαγωγὴ σίτου, Πολύβ. 28. 14, 8· οἱ σ. καρποὶ Διόδ. 5. 21, κτλ.· σ. τροφὴ Στράβ. 242· ὁ σ. [[νόμος]], lex frumentaria, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 5· σ. πρόσοδοι Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 11.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le blé : σιτικὸς [[νόμος]] PLUT loi sur les céréales (lex frumentaria).<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σῑτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», <b>Πολ.</b><br />γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιτικόν</i><br />ο [[σίτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[σίτος]], με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το [[σιτάρι]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σῖτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», <b>Πολ.</b><br />γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιτικόν</i><br />ο [[σίτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[σίτος]], με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το [[σιτάρι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτικός:''' -ή, -όν ([[σῖτος]]), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από το [[σιτάρι]] ή τα [[σιτηρά]], [[σιταρένιος]], [[σταρένιος]]· σιτικὴ [[τροφή]], σε Στράβ.· ὁ σιτικὸς [[νόμος]], [[lex]] frumentaria, σε Πλούτ.
|lsmtext='''σῑτικός:''' -ή, -όν ([[σῖτος]]), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από το [[σιτάρι]] ή τα [[σιτηρά]], [[σιταρένιος]], [[σταρένιος]]· σιτικὴ [[τροφή]], σε Στράβ.· ὁ σιτικὸς [[νόμος]], [[lex]] frumentaria, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=σιτικός -ή -όν [σῖτος] betrekking hebbend op graan, graan-:; σιτικὸς νόμος ( Lat. ) lex frumentaria (graanwet in Rome) Plut. TG et CG 26(5).2; subst.. τὸ σιτικόν de graanvoorziening Plut. Pomp. 50.1.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτικός:''' хлебный, зерновой: σιτικὴ [[ἐξαγωγή]] Polyb. вывоз хлеба; σιτικοὶ καρποί Diod. хлебные растения; σ. [[νόμος]] Plut. (лат. [[lex]] frumentaria) хлебный закон.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῑτικός, ή, όν [[σῖτος]]<br />of [[wheat]] or [[corn]], ς. [[τροφή]] Strab.; ὁ ς. [[νόμος]] lex frumentaria, Plut.
|mdlsjtxt=σῑτικός, ή, όν [[σῖτος]]<br />of [[wheat]] or [[corn]], ς. [[τροφή]] Strab.; ὁ ς. [[νόμος]] lex frumentaria, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτικός Medium diacritics: σιτικός Low diacritics: σιτικός Capitals: ΣΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sitikós Transliteration B: sitikos Transliteration C: sitikos Beta Code: sitiko/s

English (LSJ)

σιτική, σιτικόν, of wheat or corn, (sc. λόγος) PCair.Zen.292.2 (iii B.C.); σ. ἐξαγωγή exportation of corn, Plb.28.16.8; οἱ σ. καρποί Aristeas 112, D.S.5.21, etc.; σ. τροφή Str. 5.4.3; ὁ σ. νόμος, Lat. lex frumentaria, Plu.CG5; σ. πρόσοδοι, τελέσματα, OGI90.11 (Rosetta, ii B.C.), 669.47 (Egypt, i A.D.); πράξας τὸ σ., πράκτωρ σιτικῶν, POxy.2120.4 (iii A.D.), Ostr.Bodl. iv 74 (iii A.D.), etc. (cf. πράκτωρ II.2); σ. ἐδάφη, ἄρουραι, lands subject to corn-tax, PSI6.704.17 (ii A.D.), Wilcken Chr.115.14 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 885] = Folgdm; ἐξαγωγή, Getreideausfuhr, Pol. 28, 14, 8; D. Hal. epit. 17, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le blé : σιτικὸς νόμος PLUT loi sur les céréales (lex frumentaria).
Étymologie: σῖτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτικός -ή -όν [σῖτος] betrekking hebbend op graan, graan-:; σιτικὸς νόμος (Lat.) lex frumentaria (graanwet in Rome) Plut. TG et CG 26(5).2; subst.. τὸ σιτικόν de graanvoorziening Plut. Pomp. 50.1.

Russian (Dvoretsky)

σῑτικός: хлебный, зерновой: σιτικὴ ἐξαγωγή Polyb. вывоз хлеба; σιτικοὶ καρποί Diod. хлебные растения; σ. νόμος Plut. (лат. lex frumentaria) хлебный закон.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτικός: -ή, -όν, (σῖτος) ὁ τοῦ σίτου, εἰς τὸν σῖτον ἀνήκων, σ. ἐξαγωγή, ἐξαγωγὴ σίτου, Πολύβ. 28. 14, 8· οἱ σ. καρποὶ Διόδ. 5. 21, κτλ.· σ. τροφὴ Στράβ. 242· ὁ σ. νόμος, lex frumentaria, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 5· σ. πρόσοδοι Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 11.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σῖτος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο (α. «oἱ σιτικοὶ καρποί», Αριστοτ.
β. «περὶ σιτικῆς ἐξαγωγῆς», Πολ.
γ. «σιτικαὶ πρόσοδοι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτικόν
ο σίτος.
επίρρ...
σιτικῶς Α
όπως ο σίτος, με τον τρόπο που χρησιμοποιείται το σιτάρι.

Greek Monotonic

σῑτικός: -ή, -όν (σῖτος), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από το σιτάρι ή τα σιτηρά, σιταρένιος, σταρένιος· σιτικὴ τροφή, σε Στράβ.· ὁ σιτικὸς νόμος, lex frumentaria, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σῑτικός, ή, όν σῖτος
of wheat or corn, ς. τροφή Strab.; ὁ ς. νόμος lex frumentaria, Plut.