διάστροφος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_19)
m (Text replacement - " )" to ")")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diastrofos
|Transliteration C=diastrofos
|Beta Code=dia/strofos
|Beta Code=dia/strofos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">twisted, distorted</b>, δ. καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα <span class="bibl">Hdt.1.167</span>; μορφὴ καὶ φρένες δ. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span> 673</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>447</span>; ὀφθαλμός <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>794</span>; δ. κόρας ἑλίσσουσ' <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span> 1122</span>, cf. <span class="bibl">1166</span> (lyr.); of a person, <b class="b3">δ. τοὺς ὀφθαλμούς, τὸ σῶμα</b>, <span class="bibl">Ath. 8.339f</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ind.</span>7</span>. Adv. <b class="b3">-φως</b> <b class="b2">incorrectly</b>, λέγειν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.152</span>.</span>
|Definition=διάστροφον, [[twisted]], [[distorted]], διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα [[Herodotus|Hdt.]]1.167; μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι A.Pr. 673, cf. S.Aj.447; [[ὀφθαλμός]] Id.Tr.794; διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ' E.Ba. 1122, cf. 1166 (lyr.); of a person, διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, διάστροφος τὸ [[σῶμα]], Ath. 8.339f, Luc.Ind.7. Adv. [[διαστρόφως]] = [[incorrectly]], [[λέγειν]] S.E.M.1.152.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[torcido]], [[retorcido]], [[deforme]] gener. del cuerpo o sus miembros πάντα (πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποι) ... διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα todos (ganado, caballerías y hombres) contrahechos, imposibilitados y paralíticos</i> al ser lapidados, Hdt.1.167, cf. Philostr.<i>VA</i> 3.7, μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι ἦσαν mi aspecto y mi mente estaban desfigurados</i> A.<i>Pr</i>.673, ἤφριζεν δ. ὅλος γενόμενος echaba espuma por la boca retorciéndose</i>, <i>A.Andr.Gr</i>.3.6, μέλη Gr.Nyss.M.46.140A, c. ac. de rel. δ. τὸ σῶμα Luc.<i>Ind</i>.7, (κύνες) διάστροφοι τοὺς πόδας Poll.5.62, c. prep. παιδία ... κατὰ τὸ σωμάτιον διάστροφα M.Ant.1.17<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διάστροφον [[lo torcido]] στάθμην ... ἣ τὸ σκολιὸν αὐτοῦ καὶ διάστροφον ἐκφανὲς ποιήσει Them.<i>Or</i>.21.247c, cf. Simp.<i>in Cael</i>.184.19.<br /><b class="num">2</b> ref. a los ojos y la mirada [[torcido]], [[bizco]] esp. como síntoma de locura de origen divino δ. ὀφθαλμός mirada extraviada</i> S.<i>Tr</i>.794, cf. E.<i>Ba</i>.1166, ἀφρὸν ἐξιεῖσα καὶ διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ' echando espuma y girando sus pupilas extraviadas</i> E.<i>Ba</i>.1122, cf. <i>HF</i> 868, tb. de la mente τόδ' ὄμμα καὶ φρένες διάστροφοι S.<i>Ai</i>.447<br /><b class="num">•</b>como defecto [[estrábico]], [[bizco]] (οἱ ὀφθαλμοί) διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς [[ἀλλήλους]] ὁρῶσι Luc.<i>DMeretr</i>.2.1, cf. Gr.Naz.M.36.441A, de pers., c. ac. de rel. δ. τοὺς ὀφθαλμούς Ath.339f, cf. Poll.4.149, Alex.Aphr.<i>in Sens</i>.20.13<br /><b class="num">•</b>subst. τό διάστροφον [[retorcimiento]], [[extravío]] τῆς ψυχῆς <i>AP</i> 11.412.3 (Antioch.).<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[equivocado]], [[erróneo]] [[δόξα]] S.E.<i>M</i>.7.209, de pers. Syrian.<i>in Metaph</i>.83.23<br /><b class="num">•</b>[[perverso]], [[corrupto]] ἑτεροδοξία Eus.<i>HE</i> 7.30.1, <i>E.Th</i>.1.18, νουθεσία Agathan.<i>V.Gr.Ill</i>.86, cf. Basil.<i>Ep</i>.130.1, 262.1, de pers., Chrys.M.64.665C, meton. ὦ τὸ ... στόμα διάστροφον Ath.Al.<i>Decr</i>.40.13.<br /><b class="num">2</b> ref. a la lengua [[distorsionado]], [[deformado]] ὀνόματα Luc.<i>Lex</i>.17, μηδέν ref. a lo que narra un hist., Luc.<i>Hist.Cons</i>.51.<br /><b class="num">III</b> adv.  [[διαστρόφως]] = [[erróneamente]] ref. la [[lengua]] ὁ  [[διαστρόφως]] λέγων «ὁ [[χελιδών]]» el que [[erróneamente]] dice «el [[golondrina]]»</i> S.E.<i>M</i>.1.152, διὰ τὸ δ. παρ' αὐτῷ κεῖσθαι por encontrarse en él con errores</i> desde el punto de vista textual, Epiph.Const.<i>Haer</i>.42.12 (p.182), cf. S.E.<i>M</i>.1.279, Eus.<i>E.Th</i>.3.1.1, Phlp.<i>in de An</i>.21.24<br /><b class="num">•</b>[[falsamente]], [[de modo tergiversado]] νοεῖν Pamph.Mon.<i>Solut</i>.6.55.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est de travers, contrefait ; dont les yeux sont hagards ; égaré, hagard.<br />'''Étymologie:''' [[διαστρέφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=διάστροφος -ον [διαστρέφω] verminkt, misvormd:; φρένες διάστροφοι ἦσαν mijn geest was verward Aeschl. PV 673; πάντα... ἐγίνετο διάστροφα alles (wat leefde) raakte misvormd Hdt. 1.167.1; διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ (α) met verwilderde ogen Eur. Bac. 1122; scheef:; ὅτι διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς ἀλλήλους ὁρῶσι dat (de ogen) scheef staan en naar elkaar kijken Luc. 31.7; overdr.: δ. ὀνόματα verwrongen woorden Luc. 46.17; δεικνύτω... διάστροφον... μηδέν hij moet niets vervormd weergeven Luc. 59.51.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[verkehrt]], [[verdreht]], [[verschoben]]</i>; μορφὴ καὶ φρένες Aesch. <i>Prom</i>. 668; vgl. Soph. <i>Aj</i>. 442; bes. von den [[Augen]], διάστροφον ὀφθαλμὸν [[ἄρας]], das <i>[[brechend]]e</i> Auge, <i>Trach</i>. 791; κόρας δ. ἑλίσσειν Eur. <i>Bacch</i>. 1120; ζῷα, <i>[[verkrüppelt]]</i>, Her. 1.167; [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς bei Ath. VIII.339f; Luc. [[sogar]] [[διάστροφος]] τὸ [[σῶμα]], <i>adv.Ind</i>. 7; κατὰ τὸ [[σωμάτιον]], M.Anton. 1.16; κύνες διάστροφοι τοὺς πόδας, Poll. 5.62.
}}
{{elru
|elrutext='''διάστροφος:'''<br /><b class="num">1</b> [[кривой]], [[увечный]] (πρόβατα Her.; δ. τὸ [[σῶμα]] καὶ λελωβημένος Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[искаженный]], [[обезображенный]] (μορφὴ καὶ φρένες Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[косящий или безумно глядящий]] ([[ὀφθαλμός]] Soph.).
}}
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[διάστροφος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[διαστροφή]], διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος<br /><b>2.</b> διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φυσιολογική [[ανάπτυξη]] («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κακός]], [[μοχθηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλλήθωρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάστροφος:''' -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διάστροφος''': ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· [[μορφή]] καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· [[ὀφθαλμός]], κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, τό [[σῶμα]] Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152.
|lstext='''διάστροφος''': ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· [[μορφή]] καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· [[ὀφθαλμός]], κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, τό [[σῶμα]] Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διάστροφος]], ον <i>adj</i><br />[[twisted]], [[distorted]], Hdt., Trag.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[distorted]], [[of the eye]], [[turned awry]]
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστροφος Medium diacritics: διάστροφος Low diacritics: διάστροφος Capitals: ΔΙΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: diástrophos Transliteration B: diastrophos Transliteration C: diastrofos Beta Code: dia/strofos

English (LSJ)

διάστροφον, twisted, distorted, διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα Hdt.1.167; μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι A.Pr. 673, cf. S.Aj.447; ὀφθαλμός Id.Tr.794; διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ' E.Ba. 1122, cf. 1166 (lyr.); of a person, διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, διάστροφος τὸ σῶμα, Ath. 8.339f, Luc.Ind.7. Adv. διαστρόφως = incorrectly, λέγειν S.E.M.1.152.

Spanish (DGE)

-ον
I 1torcido, retorcido, deforme gener. del cuerpo o sus miembros πάντα (πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποι) ... διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα todos (ganado, caballerías y hombres) contrahechos, imposibilitados y paralíticos al ser lapidados, Hdt.1.167, cf. Philostr.VA 3.7, μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι ἦσαν mi aspecto y mi mente estaban desfigurados A.Pr.673, ἤφριζεν δ. ὅλος γενόμενος echaba espuma por la boca retorciéndose, A.Andr.Gr.3.6, μέλη Gr.Nyss.M.46.140A, c. ac. de rel. δ. τὸ σῶμα Luc.Ind.7, (κύνες) διάστροφοι τοὺς πόδας Poll.5.62, c. prep. παιδία ... κατὰ τὸ σωμάτιον διάστροφα M.Ant.1.17
subst. τὸ διάστροφον lo torcido στάθμην ... ἣ τὸ σκολιὸν αὐτοῦ καὶ διάστροφον ἐκφανὲς ποιήσει Them.Or.21.247c, cf. Simp.in Cael.184.19.
2 ref. a los ojos y la mirada torcido, bizco esp. como síntoma de locura de origen divino δ. ὀφθαλμός mirada extraviada S.Tr.794, cf. E.Ba.1166, ἀφρὸν ἐξιεῖσα καὶ διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ' echando espuma y girando sus pupilas extraviadas E.Ba.1122, cf. HF 868, tb. de la mente τόδ' ὄμμα καὶ φρένες διάστροφοι S.Ai.447
como defecto estrábico, bizco (οἱ ὀφθαλμοί) διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς ἀλλήλους ὁρῶσι Luc.DMeretr.2.1, cf. Gr.Naz.M.36.441A, de pers., c. ac. de rel. δ. τοὺς ὀφθαλμούς Ath.339f, cf. Poll.4.149, Alex.Aphr.in Sens.20.13
subst. τό διάστροφον retorcimiento, extravío τῆς ψυχῆς AP 11.412.3 (Antioch.).
II fig.
1 equivocado, erróneo δόξα S.E.M.7.209, de pers. Syrian.in Metaph.83.23
perverso, corrupto ἑτεροδοξία Eus.HE 7.30.1, E.Th.1.18, νουθεσία Agathan.V.Gr.Ill.86, cf. Basil.Ep.130.1, 262.1, de pers., Chrys.M.64.665C, meton. ὦ τὸ ... στόμα διάστροφον Ath.Al.Decr.40.13.
2 ref. a la lengua distorsionado, deformado ὀνόματα Luc.Lex.17, μηδέν ref. a lo que narra un hist., Luc.Hist.Cons.51.
III adv. διαστρόφως = erróneamente ref. la lenguaδιαστρόφως λέγων «ὁ χελιδών» el que erróneamente dice «el golondrina» S.E.M.1.152, διὰ τὸ δ. παρ' αὐτῷ κεῖσθαι por encontrarse en él con errores desde el punto de vista textual, Epiph.Const.Haer.42.12 (p.182), cf. S.E.M.1.279, Eus.E.Th.3.1.1, Phlp.in de An.21.24
falsamente, de modo tergiversado νοεῖν Pamph.Mon.Solut.6.55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est de travers, contrefait ; dont les yeux sont hagards ; égaré, hagard.
Étymologie: διαστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάστροφος -ον [διαστρέφω] verminkt, misvormd:; φρένες διάστροφοι ἦσαν mijn geest was verward Aeschl. PV 673; πάντα... ἐγίνετο διάστροφα alles (wat leefde) raakte misvormd Hdt. 1.167.1; διαστρόφους κόρας ἑλίσσουσ (α) met verwilderde ogen Eur. Bac. 1122; scheef:; ὅτι διάστροφοί εἰσι καὶ ἐς ἀλλήλους ὁρῶσι dat (de ogen) scheef staan en naar elkaar kijken Luc. 31.7; overdr.: δ. ὀνόματα verwrongen woorden Luc. 46.17; δεικνύτω... διάστροφον... μηδέν hij moet niets vervormd weergeven Luc. 59.51.

German (Pape)

verkehrt, verdreht, verschoben; μορφὴ καὶ φρένες Aesch. Prom. 668; vgl. Soph. Aj. 442; bes. von den Augen, διάστροφον ὀφθαλμὸν ἄρας, das brechende Auge, Trach. 791; κόρας δ. ἑλίσσειν Eur. Bacch. 1120; ζῷα, verkrüppelt, Her. 1.167; διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς bei Ath. VIII.339f; Luc. sogar διάστροφος τὸ σῶμα, adv.Ind. 7; κατὰ τὸ σωμάτιον, M.Anton. 1.16; κύνες διάστροφοι τοὺς πόδας, Poll. 5.62.

Russian (Dvoretsky)

διάστροφος:
1 кривой, увечный (πρόβατα Her.; δ. τὸ σῶμα καὶ λελωβημένος Luc.);
2 искаженный, обезображенный (μορφὴ καὶ φρένες Aesch.);
3 косящий или безумно глядящий (ὀφθαλμός Soph.).

Greek Monolingual

-ο (AM διάστροφος)
1. αυτός που έχει υποστεί διαστροφή, διεστραμμένος, διαστρεβλωμένος
2. διεφθαρμένος, αυτός που παρεκτρέπεται από το φυσιολογικό
3. αυτός που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη («τῶν κλάδων τοὺς διαστρόφους φυέντας»)
νεοελλ.
κακός, μοχθηρός
αρχ.
αλλήθωρος.

Greek Monotonic

διάστροφος: -ον, διαστρεβλωμένος, αλλοιωμένος, παραμορφωμένος, σε Ηρόδ., Τραγ.

Greek (Liddell-Scott)

διάστροφος: ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· μορφή καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· ὀφθαλμός, κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, τό σῶμα Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152.

Middle Liddell

διάστροφος, ον adj
twisted, distorted, Hdt., Trag.

English (Woodhouse)

distorted, of the eye, turned awry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)