εὔφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1106.png Seite 1106]] wohltönend, κέλαδοι εὐφθογγότεροι Aesch. Ch. 341; συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Eur. Tread. 127; sp. D., auch Strab. XV, 718; τὰ εὐφθογγότατα τῶν ζῴων 6, 1, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1106.png Seite 1106]] [[wohltönend]], κέλαδοι εὐφθογγότεροι Aesch. Ch. 341; συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Eur. Tread. 127; sp. D., auch Strab. XV, 718; τὰ εὐφθογγότατα τῶν ζῴων 6, 1, 9.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui résonne agréablement, harmonieux;<br /><i>Cp.</i> εὐφθογγότερος, <i>Sp.</i> εὐφθογγότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], φθέγγω.
|btext=ος, ον :<br />[[qui résonne agréablement]], [[harmonieux]];<br /><i>Cp.</i> εὐφθογγότερος, <i>Sp.</i> εὐφθογγότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], φθέγγω.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔφθογγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῑς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά [[φωνή]] («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων [[πλῆθος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]].
|mltxt=[[εὔφθογγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῖς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά [[φωνή]] («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων [[πλῆθος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 17:38, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφθογγος Medium diacritics: εὔφθογγος Low diacritics: εύφθογγος Capitals: ΕΥΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: eúphthongos Transliteration B: euphthongos Transliteration C: eyfthoggos Beta Code: eu)/fqoggos

English (LSJ)

εὔφθογγον, wellsounding, cheerful, λύρη Thgn.534; κελάδους -οτέρους A.Ch.341 (anap.); σύριγγες E.Tr.127 (lyr.); sweet-voiced, of birds, Str.15.1.69: Sup., Id.6.1.9.

German (Pape)

[Seite 1106] wohltönend, κέλαδοι εὐφθογγότεροι Aesch. Ch. 341; συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Eur. Tread. 127; sp. D., auch Strab. XV, 718; τὰ εὐφθογγότατα τῶν ζῴων 6, 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne agréablement, harmonieux;
Cp. εὐφθογγότερος, Sp. εὐφθογγότατος.
Étymologie: εὖ, φθέγγω.

Russian (Dvoretsky)

εὔφθογγος: красиво звучащий, благозвучный, мелодичный (κέλαδοι Aesch.; συρίγγων φωνή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔφθογγος: ὁ εὖ φθεγγόμενος, καλῶς ἠχῶν. εὔφθογγοι χοροὶ λύρην ὀχέων Θέογν. 534· κελάδους εὐφθογγοτέρους Αἰσχύλ. Χο. 341· συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Εὐρ. Τρῳ. 127· ἔχων γλυκεῖαν φωνήν, ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ Ὑπερθ., Στράβ. 718, πρβλ. 260.

Greek Monolingual

εὔφθογγος, -ον (Α)
1. αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῖς», Ευρ.)
2. (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά φωνή («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων πλῆθος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθόγγος.

Greek Monotonic

εὔφθογγος: αυτός που ακούγεται καλά, εύθυμος, χαρωπός, σε Θέογν., Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-φθογγος, ον
well-sounding, cheerful, Theogn., Aesch.