ὑδροστάτης: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] ὁ, der Wasserwäger, die Wasserwage, Procl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] ὁ, der [[Wasserwäger]], die [[Wasserwage]], Procl. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 21:51, 15 October 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, hydrostatic balance, Procl. ad Hes.Op.589.
German (Pape)
[Seite 1174] ὁ, der Wasserwäger, die Wasserwage, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὑδροστατικὴ στάθμη, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 31. ΙΙ. ἀντλία πυροσβεστική, ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ο / ὑδροστάτης, ΝΑ
τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που βασίζεται στην αρχή τών συγκοινωνούντων δοχείων και με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η υψομετρική διαφορά δύο σημείων του εδάφους, αλλ. υδροστάθμη
μσν.
είδος πυροσβεστικής αντλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -στάτης (< θ. στᾰ- του ἵστημι), πρβλ. πυροστάτης].