δίκωλος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikolos
|Transliteration C=dikolos
|Beta Code=di/kwlos
|Beta Code=di/kwlos
|Definition=δίκωλον,<br><span class="bld">A</span> [[with two limbs]] or [[legs]], Lyc.636, ἀκρίδια Dsc.2.94; of a crane, μηχανή ''Milet.''7.60; [[in two sections]], σύριγγες Nicom.''Harm.''10.<br><span class="bld">II</span> in Rhet., [[with two members]], περίοδος Demetr.''Eloc.''34, Hermog.''Inv.''4.3, Hdn.''Fig.''p.98S.:—also in metre, Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1212, etc.
|Definition=δίκωλον,<br><span class="bld">A</span> [[with two limbs]] or [[with two legs]], Lyc.636, ἀκρίδια Dsc.2.94; of a crane, μηχανή ''Milet.''7.60; [[in two sections]], σύριγγες Nicom.''Harm.''10.<br><span class="bld">II</span> in Rhet., [[with two members]], περίοδος Demetr.''Eloc.''34, Hermog.''Inv.''4.3, Hdn.''Fig.''p.98S.:—also in metre, Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1212, etc.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:27, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκωλος Medium diacritics: δίκωλος Low diacritics: δίκωλος Capitals: ΔΙΚΩΛΟΣ
Transliteration A: díkōlos Transliteration B: dikōlos Transliteration C: dikolos Beta Code: di/kwlos

English (LSJ)

δίκωλον,
A with two limbs or with two legs, Lyc.636, ἀκρίδια Dsc.2.94; of a crane, μηχανή Milet.7.60; in two sections, σύριγγες Nicom.Harm.10.
II in Rhet., with two members, περίοδος Demetr.Eloc.34, Hermog.Inv.4.3, Hdn.Fig.p.98S.:—also in metre, Sch.Ar.Ach.1212, etc.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 de doble cuerda σφενδόναι Lyc.636
de dos entrenudos o secciones separadas por nudos αἱ γὰρ δίκωλοι (σύριγγες) διπλάσιον ἠχοῦσι τῶν τετρακώλων Nicom.Harm.10.
2 de dos miembros, bimembre καρπὸν δὲ ἔχει ἐπ' ἄκρῳ ὥσπερ ἀκρίδια δίκωλα de la avena, Dsc.2.94
mec. de dos mástiles ref. a grúas para levantar piedras δικώλου (μηχανῆς) σταθείσης ἤρθη [τὸ] ὑπέρθυρον Didyma 32.11, cf. 39.44 (ambas II a.C.), ἐπὶ δὲ τῶν εἰς ὕψος βασταζομένων φορτίων ... μηχαναὶ γίνονται αἱ μὲν μονόκωλοι, αἱ δὲ δίκωλοι Hero Fr.2.294, cf. 272.
3 ret. que tiene dos miembros o cola περίοδος Demetr.Eloc.34, cf. 252, Hermog.Inu.4.3 (p.180), Sch.Aeschin.2.12
tb. en métr. περίοδοι Sch.Ar.Ach.1214a.

German (Pape)

[Seite 630] zweigliedrig; σφενδόναι Lycophr. 636. Bei Gramm. u. Rhett. = zwei κῶλα, Satzglieder, habend.

Russian (Dvoretsky)

δίκωλος: стих., рит. двучленный.

Greek (Liddell-Scott)

δίκωλος: -ον, ἔχων δύο μέλη ἢ σκέλη, Λυκόφρ. 636, Διοσκ. 2. 116. ΙΙ. ὁ ἐκ δύο κώλων ἢ μερῶν ἀποτελούμενος, περίοδος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1212, κτλ.· ― καὶ οὐσιαστ. δικωλία, ἡ, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δίκωλος, -ον)
γραμμ. (για περίοδο λόγου) αυτός που αποτελείται από δύο κώλα
νεοελλ.
1. (για αγγείο) αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες
2. φρ. «δίκωλο πινάκι» — διπρόσωπος άνθρωπος
αρχ.
αυτός που έχει δύο σκέλη, μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -κωλος < κώλον (πρβλ. ισόκωλος, μακρόκωλος)].