κλάμα: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(20) |
m (Text replacement - "{{trml↵|trtx=Bulgarian: плач; Catalan: plor; Cebuano: hilak; Chinese Mandarin: 哭; Czech: pláč, brečení; Danish: gråd, klage; Estonian: nutt; Finnish: itku, parku; French: pleur; Galician: choro; Georgian: ტირილი; German: Weinen; Greek: κλάμα; Hebrew: בכי; Hungarian: sírás; Ilocano: sangit; Irish: goil; Italian: pianto; Japanese: 泣き声; Kapampangan: gumaga, kumiyak; Korean: 울음; Kurdish Central Kurdish: گریان; Latin: lacrimae, fletus, [[ploratus...) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλαύμα]], το (AM [[κλαύμα]], Μ και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλάμα]][ν]) [[κλαίω]]<br />το να κλαίει [[κανείς]], [[χύσιμο]] δακρύων από πόνο, [[λύπη]] ή και [[χαρά]], [[θρήνος]] (α. «μην του φωνάζεις, [[γιατί]] θα αρχίσει [[πάλι]] τα κλάματα» β. «κλαυμάτων... πηγαί κατεσβήκασιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> [[παραγωγή]] αυξημένης ποσότητας δακρύων λόγω ψυχικής διέγερσης, συνοδευόμενη [[ενδεχομένως]] από εισπνευστικές και παρατεταμένες εκπνευστικές κινήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βάζω]] τα κλάματα» ή «[[μπήγω]] τα κλάματα» — [[αρχίζω]] να [[κλαίω]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κλάμα]] βγάνει [[πράμα]]» — οι μεμψιμοιρίες, τα παράπονα και οι ικεσίες αποδίδουν οφέλη<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταραχή]], [[θλίψη]], [[δυστυχία]] («τοῖσιν Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα» — στους Μεγαρείς επέφερε [[δυστυχία]], <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλαύμα]], το (AM [[κλαύμα]], Μ και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλάμα]][ν]) [[κλαίω]]<br />το να κλαίει [[κανείς]], [[χύσιμο]] δακρύων από πόνο, [[λύπη]] ή και [[χαρά]], [[θρήνος]] (α. «μην του φωνάζεις, [[γιατί]] θα αρχίσει [[πάλι]] τα κλάματα» β. «κλαυμάτων... πηγαί κατεσβήκασιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> [[παραγωγή]] αυξημένης ποσότητας δακρύων λόγω ψυχικής διέγερσης, συνοδευόμενη [[ενδεχομένως]] από εισπνευστικές και παρατεταμένες εκπνευστικές κινήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βάζω]] τα κλάματα» ή «[[μπήγω]] τα κλάματα» — [[αρχίζω]] να [[κλαίω]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κλάμα]] βγάνει [[πράμα]]» — οι μεμψιμοιρίες, τα παράπονα και οι ικεσίες αποδίδουν οφέλη<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταραχή]], [[θλίψη]], [[δυστυχία]] («τοῖσιν Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα» — στους Μεγαρείς επέφερε [[δυστυχία]], <b>Αριστοφ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />κλᾱμα και [[κλάμα]], τὸ (Α) [[κλώ]]<br /><b>επιγρ.</b> [[αντί]] [[κλάσμα]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[cry]]=== | |||
Arabic: بكاء; Bulgarian: плач; Catalan: plor; Cebuano: hilak; Chinese Mandarin: [[哭]]; Czech: pláč, brečení; Danish: gråd, klage; Estonian: nutt; Finnish: itku, parku; French: [[pleur]]; Galician: choro; Georgian: ტირილი; German: [[Weinen]]; Greek: [[κλάμα]]; Ancient Greek: [[κλαῦμα]], [[κλαυθμός]], [[κλαυθμονή]], [[κλαυμονή]]; Hebrew: בכי; Hungarian: sírás; Ilocano: sangit; Ingrian: itku; Irish: goil; Italian: [[pianto]]; Japanese: 泣き声; Kapampangan: gumaga, kumiyak; Korean: 울음; Kurdish Central Kurdish: گریان; Latin: [[lacrimae]], [[fletus]], [[ploratus]]; Latvian: raudas, raudāšana; Lithuanian: verksmas, verkimas, rauda; Macedonian: плач; Malay: tangisan; Occitan: plor; Persian: گریه; Polish: płacz; Portuguese: [[choro]]; Romanian: plânset; Russian: [[плач]]; Serbo-Croatian Cyrillic: пла̏ч; Roman: plȁč; Sicilian: cianciuta; Slovak: plač; Slovene: jok; Spanish: [[llanto]]; Swahili: kiliyo; Swedish: gråt; Tagalog: tangis; Telugu: ఏడుపు, శోకం; Ukrainian: плач | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 19 October 2024
Greek Monolingual
(I)
και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) κλαίω
το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην του φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων... πηγαί κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. φυσιολ. παραγωγή αυξημένης ποσότητας δακρύων λόγω ψυχικής διέγερσης, συνοδευόμενη ενδεχομένως από εισπνευστικές και παρατεταμένες εκπνευστικές κινήσεις
2. φρ. «βάζω τα κλάματα» ή «μπήγω τα κλάματα» — αρχίζω να κλαίω
2. παροιμ. «το κλάμα βγάνει πράμα» — οι μεμψιμοιρίες, τα παράπονα και οι ικεσίες αποδίδουν οφέλη
αρχ.
ταραχή, θλίψη, δυστυχία («τοῖσιν Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα» — στους Μεγαρείς επέφερε δυστυχία, Αριστοφ.).
(II)
κλᾱμα και κλάμα, τὸ (Α) κλώ
επιγρ. αντί κλάσμα.
Translations
cry
Arabic: بكاء; Bulgarian: плач; Catalan: plor; Cebuano: hilak; Chinese Mandarin: 哭; Czech: pláč, brečení; Danish: gråd, klage; Estonian: nutt; Finnish: itku, parku; French: pleur; Galician: choro; Georgian: ტირილი; German: Weinen; Greek: κλάμα; Ancient Greek: κλαῦμα, κλαυθμός, κλαυθμονή, κλαυμονή; Hebrew: בכי; Hungarian: sírás; Ilocano: sangit; Ingrian: itku; Irish: goil; Italian: pianto; Japanese: 泣き声; Kapampangan: gumaga, kumiyak; Korean: 울음; Kurdish Central Kurdish: گریان; Latin: lacrimae, fletus, ploratus; Latvian: raudas, raudāšana; Lithuanian: verksmas, verkimas, rauda; Macedonian: плач; Malay: tangisan; Occitan: plor; Persian: گریه; Polish: płacz; Portuguese: choro; Romanian: plânset; Russian: плач; Serbo-Croatian Cyrillic: пла̏ч; Roman: plȁč; Sicilian: cianciuta; Slovak: plač; Slovene: jok; Spanish: llanto; Swahili: kiliyo; Swedish: gråt; Tagalog: tangis; Telugu: ఏడుపు, శోకం; Ukrainian: плач