αὐθόμαιμος: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
(6_7)
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afthomaimos
|Transliteration C=afthomaimos
|Beta Code=au)qo/maimos
|Beta Code=au)qo/maimos
|Definition=strengthd. for <b class="b3">ὅμαιμος</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>335</span>, Lyc.222.
|Definition=strengthened for [[ὅμαιμος]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''335, Lyc.222.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de la misma sangre]], [[hermano]] S.<i>OC</i> 335, Lyc.222.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[du même sang]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὅμαιμος]].
}}
{{pape
|ptext== [[ὅμαιμος]], Soph. <i>O.C</i>. 336; Lycophr. 168. S. auch [[αὔθαιμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐθόμαιμος:''' [[кровно близкий]], [[родной]] Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐθόμαιμος''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ὅμαιμος]], Σοφ. Ο.Κ. 335, Λυκόφρ. 222: - Ρῆμα αὐθομαιμονέω, εἶμαι ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] αἵματος, [[συγγενής]], μαθὼν οὖν ὡς ἡρμόσατο τὴν αὐθομαιμονοῦσαν Μανασσ. Χρον. 3938.
|lstext='''αὐθόμαιμος''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ὅμαιμος]], Σοφ. Ο.Κ. 335, Λυκόφρ. 222: - Ρῆμα αὐθομαιμονέω, εἶμαι ἐκ τοῦ αὐτοῦ αἵματος, [[συγγενής]], μαθὼν οὖν ὡς ἡρμόσατο τὴν αὐθομαιμονοῦσαν Μανασσ. Χρον. 3938.
}}
{{grml
|mltxt=[[αὐθόμαιμος]], -ον (Α)<br />από το ίδιο [[αίμα]], [[συγγενής]] εξ αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- ([[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>όμαιμος</i>. Η λ. [[αυθόμαιμος]] χρησιμοποιείται ως επιτεταμένος τ. του <i>όμαιμος</i> ([[πρβλ]]. [[σύναιμος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐθόμαιμος:''' επιτετ. του [[ὅμαιμος]], σε Σοφ.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[ὅμαιμος]]) [[own brother]]
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐθόμαιμος Medium diacritics: αὐθόμαιμος Low diacritics: αυθόμαιμος Capitals: ΑΥΘΟΜΑΙΜΟΣ
Transliteration A: authómaimos Transliteration B: authomaimos Transliteration C: afthomaimos Beta Code: au)qo/maimos

English (LSJ)

strengthened for ὅμαιμος, S.OC335, Lyc.222.

Spanish (DGE)

-ον de la misma sangre, hermano S.OC 335, Lyc.222.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du même sang.
Étymologie: αὐτός, ὅμαιμος.

German (Pape)

ὅμαιμος, Soph. O.C. 336; Lycophr. 168. S. auch αὔθαιμος.

Russian (Dvoretsky)

αὐθόμαιμος: кровно близкий, родной Soph.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθόμαιμος: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὅμαιμος, Σοφ. Ο.Κ. 335, Λυκόφρ. 222: - Ρῆμα αὐθομαιμονέω, εἶμαι ἐκ τοῦ αὐτοῦ αἵματος, συγγενής, μαθὼν οὖν ὡς ἡρμόσατο τὴν αὐθομαιμονοῦσαν Μανασσ. Χρον. 3938.

Greek Monolingual

αὐθόμαιμος, -ον (Α)
από το ίδιο αίμα, συγγενής εξ αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + όμαιμος. Η λ. αυθόμαιμος χρησιμοποιείται ως επιτεταμένος τ. του όμαιμος (πρβλ. σύναιμος)].

Greek Monotonic

αὐθόμαιμος: επιτετ. του ὅμαιμος, σε Σοφ.

English (Woodhouse)

(see also: ὅμαιμος) own brother

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)