τοξήρης: Difference between revisions

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359
(41)
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=toksiris
|Transliteration C=toksiris
|Beta Code=toch/rhs
|Beta Code=toch/rhs
|Definition=ες, (ἀραρίσκω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">furnished with the bow</b>, χείρ <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>35</span> (anap.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>226</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[τοξικός]], τ. σαγή <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>188</span>; <b class="b3">τ. ψαλμός</b> the twang <b class="b2">of the bowstring</b>, ib.<span class="bibl">1063</span> (lyr.).</span>
|Definition=τοξήρες, ([[ἀραρίσκω]])<br><span class="bld">A</span> [[furnished with the bow]], [[χείρ]] [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''35 (anap.), cf. ''Rh.''226 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> = [[τοξικός]], τοξήρης [[σαγή]] Id.''HF''188; τοξήρης [[ψαλμός]] the [[twang]] [[of the bowstring]], ib.1063 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der Bogenschütze, Eur. Rhes. 226; [[χείρ]], Alc. 36; [[σάγη]], Herc. f. 188.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der [[Bogenschütze]], Eur. Rhes. 226; [[χείρ]], Alc. 36; [[σάγη]], Herc. f. 188.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[armé d'un arc]].<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
}}
{{elru
|elrutext='''τοξήρης:'''<br /><b class="num">1</b> [[вооруженный луком]] ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[состоящий из лука и стрел]] ([[σάγη]] Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[издаваемый луком]], т. е. [[дрожащей тетивой]]: τοξήρει ψαλμῷ τοξεύσας Eur. застрелив из лука.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοξήρης''': -ες, (√ΑΡ, [[ἀραρίσκω]]) ὡπλισμένος διὰ τόξου, [[χείρ]] Εὐρ. Ἄλκ. 35, πρβλ. Ρῆσ. 226. 2) = [[τοξικός]], τ. [[σάγη]] ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 1. 88· τ. [[ψαλμός]], ὁ [[ἦχος]] ὁ ἀποτελούμενος ἐκ νευρᾶς τοῦ τόξου, [[αὐτόθι]] 1063.
|lstext='''τοξήρης''': -ες, (√ΑΡ, [[ἀραρίσκω]]) ὡπλισμένος διὰ τόξου, [[χείρ]] Εὐρ. Ἄλκ. 35, πρβλ. Ρῆσ. 226. 2) = [[τοξικός]], τ. [[σάγη]] ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 1. 88· τ. [[ψαλμός]], ὁ [[ἦχος]] ὁ ἀποτελούμενος ἐκ νευρᾶς τοῦ τόξου, [[αὐτόθι]] 1063.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρες, Α<br /><b>1.</b> οπλισμένος με [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[χείρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[τόξο]], [[τοξικός]] («τοξήρη σάγην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[ψαλμός]]» — [[ήχος]] που παράγεται από [[χορδή]] τόξου, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι), [[πρβλ]]. [[ποδήρης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τοξήρης:''' -ες ([[ἀραρίσκω]])·<br /><b class="num">1.</b> οπλισμένος με [[τόξο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> = [[τοξικός]], στον ίδ.· [[τοξήρης]] [[ψαλμός]], [[ήχος]] που παράγεται από τη [[χορδή]] τόξου, στον ίδ.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ης, ες :<br />armé d’un arc.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
|mdlsjtxt=τοξ-[[ήρης]], ες [[ἀραρίσκω]]<br /><b class="num">1.</b> [[furnished with the bow]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> = [[τοξικός]], Eur.; τ. [[ψαλμός]] the [[twang]] of the [[bowstring]], Eur.
}}
}}
{{grml
{{WoodhouseReversedUncategorized
|mltxt=-ῆρες, Α<br /><b>1.</b> οπλισμένος με [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[χείρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[τόξο]], [[τοξικός]] («τοξήρη σάγην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[τόξο]] («[[τοξήρης]] [[ψαλμός]]» — [[ήχος]] που παράγεται από [[χορδή]] τόξου, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι), <b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]].
|woodrun=[[of a bow]]
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξήρης Medium diacritics: τοξήρης Low diacritics: τοξήρης Capitals: ΤΟΞΗΡΗΣ
Transliteration A: toxḗrēs Transliteration B: toxērēs Transliteration C: toksiris Beta Code: toch/rhs

English (LSJ)

τοξήρες, (ἀραρίσκω)
A furnished with the bow, χείρ E.Alc.35 (anap.), cf. Rh.226 (lyr.).
2 = τοξικός, τοξήρης σαγή Id.HF188; τοξήρης ψαλμός the twang of the bowstring, ib.1063 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1128] ες, mit Bogen (und Pfeil) versehen; der Bogenschütze, Eur. Rhes. 226; χείρ, Alc. 36; σάγη, Herc. f. 188.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
armé d'un arc.
Étymologie: τόξον.

Russian (Dvoretsky)

τοξήρης:
1 вооруженный луком (χείρ Eur.);
2 состоящий из лука и стрел (σάγη Eur.);
3 издаваемый луком, т. е. дрожащей тетивой: τοξήρει ψαλμῷ τοξεύσας Eur. застрелив из лука.

Greek (Liddell-Scott)

τοξήρης: -ες, (√ΑΡ, ἀραρίσκω) ὡπλισμένος διὰ τόξου, χείρ Εὐρ. Ἄλκ. 35, πρβλ. Ρῆσ. 226. 2) = τοξικός, τ. σάγη ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 1. 88· τ. ψαλμός, ὁ ἦχος ὁ ἀποτελούμενος ἐκ νευρᾶς τοῦ τόξου, αὐτόθι 1063.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
1. οπλισμένος με τόξοτοξήρης χείρ», Ευρ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τόξο, τοξικός («τοξήρη σάγην», Ηρόδ.)
3. αυτός που προέρχεται από τόξοτοξήρης ψαλμός» — ήχος που παράγεται από χορδή τόξου, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -ήρης (Ι), πρβλ. ποδήρης.

Greek Monotonic

τοξήρης: -ες (ἀραρίσκω
1. οπλισμένος με τόξο, σε Ευρ.
2. = τοξικός, στον ίδ.· τοξήρης ψαλμός, ήχος που παράγεται από τη χορδή τόξου, στον ίδ.

Middle Liddell

τοξ-ήρης, ες ἀραρίσκω
1. furnished with the bow, Eur.
2. = τοξικός, Eur.; τ. ψαλμός the twang of the bowstring, Eur.

English (Woodhouse)

of a bow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)