δύσδαμαρ: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysdamar | |Transliteration C=dysdamar | ||
|Beta Code=du/sdamar | |Beta Code=du/sdamar | ||
|Definition=αρτος, ὁ, ἡ, [[ill-wedded]], A.''Ag.''1319. | |Definition=αρτος, ὁ, ἡ, [[ill-wedded]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1319. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 21:44, 29 October 2024
English (LSJ)
αρτος, ὁ, ἡ, ill-wedded, A.Ag.1319.
German (Pape)
[Seite 677] αρτος, ἡ, durch die Gattin unglücklich, Aesch. Ag. 1292.
French (Bailly abrégé)
αρτος;
adj. m.
malheureux par sa femme.
Étymologie: δυσ-, δάμαρ.
Russian (Dvoretsky)
δύσδᾰμαρ: μαρτος adj. несчастный из-за своей жены (ἀνήρ, sc. Ἀγαμέμνων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσδᾰμαρ: αρτος, ὁ, ἡ, ἀτυχὴς ἐκ τῆς γυναικός του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1319.
Greek Monolingual
δύσδαμαρ(-ρτος), ο (Α)
αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.
Greek Monotonic
δύσδᾰμαρ: -αρτος, ὁ, ἡ, ατυχής στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ill-wived, ill-wedded, Aesch.