μήνιγγα: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
mNo edit summary |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μῆνιγξ]], | |mltxt=η (Α [[μῆνιγξ]], μήνιγγος)<br />καθένα από τα [[τρία]] μεμβρανώδη περιβλήματα —[[χοριοειδής]], [[αραχνοειδής]] και σκληρά [[μήνιγγα]]— τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι μήνιγγες</i><br />[[ονομασία]] τών κροτάφων, τα μηλίγγια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τύμπανο]] του αφτιού<br /><b>2.</b> ο [[αφρός]] του [[γάλατος]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ ὑφιστάμενον τοῖς οἰνηροῖς πίθοις ἐν τῷ οἴνῳ πρὸ τοῦ ἀνθεῖν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> ([[πρβλ]]. [[σάλπιγξ]], [[σύριγξ]]). Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>me</i>(<i>m</i>)<i>s</i>-<i>n</i>- «[[κρέας]]» ([[πρβλ]]. [[μηρός]]) και συνδέεται με λέξεις που έχουν σημ. «[[κρέας]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>msa</i>-, <i>m</i><i>ā</i><i>s</i>, αρμ. <i>mis</i>, αρχ. σλαβ. <i>męso</i>). Για την [[εξέλιξη]] από τη σημ. «[[κρέας]]» στη σημ. «εσωτερικό [[μέρος]] του δέρματος» [[πρβλ]]. σλοβεν. <i>mezdra</i>, ρωσ. <i>myazdra</i> «ενδότερο [[τμήμα]] του δέρματος» και το λατ. <i>membr</i><i>ā</i><i>na</i> «[[υμένας]], [[λεπτό]] [[δέρμα]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>membrum</i> «[[μέλος]] του σώματος»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μηνίγγι]](<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μηνιγγικός]], [[μηνιγγισμός]], [[μηνιγγιτικός]], [[μηνιγγίτιδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μηνιγγότρωτος]], [[μηνιγγοφύλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>μηνιγγαιμορραγία</i>, <i>μηνιγγοεγκεφαλίτιδα</i>, [[μηνιγγοκήλη]], [[μηνιγγόκοκκος]], [[μηνιγγομυελίτιδα]], <i>μηνιγγοτροπισμός</i>, [[μηνιγγότυφος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:27, 31 October 2024
Greek Monolingual
η (Α μῆνιγξ, μήνιγγος)
καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα —χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα— τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό
νεοελλ.
στον πληθ. οι μήνιγγες
ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια
αρχ.
1. το τύμπανο του αφτιού
2. ο αφρός του γάλατος
3. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὑφιστάμενον τοῖς οἰνηροῖς πίθοις ἐν τῷ οἴνῳ πρὸ τοῦ ἀνθεῖν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. σάλπιγξ, σύριγξ). Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα me(m)s-n- «κρέας» (πρβλ. μηρός) και συνδέεται με λέξεις που έχουν σημ. «κρέας» (πρβλ. αρχ. ινδ. māmsa-, mās, αρμ. mis, αρχ. σλαβ. męso). Για την εξέλιξη από τη σημ. «κρέας» στη σημ. «εσωτερικό μέρος του δέρματος» πρβλ. σλοβεν. mezdra, ρωσ. myazdra «ενδότερο τμήμα του δέρματος» και το λατ. membrāna «υμένας, λεπτό δέρμα» (< λατ. membrum «μέλος του σώματος»).
ΠΑΡ. μηνίγγι(ον)
νεοελλ.
μηνιγγικός, μηνιγγισμός, μηνιγγιτικός, μηνιγγίτιδα.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μηνιγγότρωτος, μηνιγγοφύλαξ
νεοελλ.
μηνιγγαιμορραγία, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, μηνιγγοκήλη, μηνιγγόκοκκος, μηνιγγομυελίτιδα, μηνιγγοτροπισμός, μηνιγγότυφος].