μύρτινος: Difference between revisions
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
(6_11) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrtinos | |Transliteration C=myrtinos | ||
|Beta Code=mu/rtinos | |Beta Code=mu/rtinos | ||
|Definition=η, ον, | |Definition=η, ον, [[of myrtle]], στέφανος Eub.99; ([[μύρον]]) [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύρτῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, [[στέφανος]] Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» | |lstext='''μύρτῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, [[στέφανος]] Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4· πρβλ. [[μύρσινος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μύρτινος]], -η, -ον) [[μύρτος]]<br />αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[μυρτιά]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:28, 2 November 2024
English (LSJ)
η, ον, of myrtle, στέφανος Eub.99; (μύρον) Thphr. De Odoribus 28.
German (Pape)
[Seite 222] = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.
Greek (Liddell-Scott)
μύρτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, στέφανος Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4· πρβλ. μύρσινος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μύρτινος, -η, -ον) μύρτος
αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρτιά.