τριχωτός: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trichotos | |Transliteration C=trichotos | ||
|Beta Code=trixwto/s | |Beta Code=trixwto/s | ||
|Definition= | |Definition=τριχωτή, τριχωτόν, [[furnished with hair]], [[hairy]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 491a30, ''PA''692b11, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Fragmenta'' 172.2: τὰ τ. [[animals furnished with hair]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''665a6. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[behaart]], [[haarig]]</i>, Arist. <i>part.anim</i>. 3.3. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:35, 2 November 2024
English (LSJ)
τριχωτή, τριχωτόν, furnished with hair, hairy, Arist.HA 491a30, PA692b11, Thphr. Fragmenta 172.2: τὰ τ. animals furnished with hair, Arist.PA665a6.
German (Pape)
behaart, haarig, Arist. part.anim. 3.3.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχωτός: покрытый волосами или шерстью, волосатый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τρίχας, τριχοφόρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 12. 30· τὰ τριχωτά, ζῷα ἔχοντα τρίχας, αὐτόθι 3. 3, 14.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τριχωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τριχῶ
αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
νεοελλ.
φρ. α) «τριχωτό δέρμα»
ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχες
β) «τριχωτό της κεφαλής» — το επάνω μέρος του κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά
γ) «τριχωτή γλώσσα»
ιατρ. υπερτροφία και υπερκεράτωση τών τριχοειδών θηλών της επιφάνειας της γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την εντύπωση ότι η επιφάνειά της είναι τριχωτή
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριχωτά
ζώα που το δέρμα τους καλύπτεται με τρίχες («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», Αριστοτ.).