χαλικώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(6_7)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalikodis
|Transliteration C=chalikodis
|Beta Code=xalikw/dhs
|Beta Code=xalikw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in small masses</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>65</span>.</span>
|Definition=χαλικῶδες, [[in small masses]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 65.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰλῐκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[χάλιξ]], ἐν σχήματι χάλικος, ὁ δὲ [[λίθος]] ἐμφερὴς τῷ ἀλαβαστρίτῃ· [[μέγας]] δ’ οὐ τέμνεται, ἀλλὰ [[χαλικώδης]] Θεοφρ. περὶ Λίθ. 65.
|lstext='''χᾰλῐκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[χάλιξ]], ἐν σχήματι χάλικος, ὁ δὲ [[λίθος]] ἐμφερὴς τῷ ἀλαβαστρίτῃ· [[μέγας]] δ’ οὐ τέμνεται, ἀλλὰ [[χαλικώδης]] Θεοφρ. περὶ Λίθ. 65.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[χαλικώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χάλιξ]], -<i>ικος</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεμάτος]] χαλίκια («[[χαλικώδης]] [[έκταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με [[χαλίκι]] στο [[σχήμα]] ή το [[μέγεθος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:37, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῐκώδης Medium diacritics: χαλικώδης Low diacritics: χαλικώδης Capitals: ΧΑΛΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: chalikṓdēs Transliteration B: chalikōdēs Transliteration C: chalikodis Beta Code: xalikw/dhs

English (LSJ)

χαλικῶδες, in small masses, Thphr. De Lapidibus 65.

German (Pape)

[Seite 1328] ες, in kleinen Massen, bröckelig, Theophr., dem μέγας entgeggstzt.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῐκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς χάλιξ, ἐν σχήματι χάλικος, ὁ δὲ λίθος ἐμφερὴς τῷ ἀλαβαστρίτῃ· μέγας δ’ οὐ τέμνεται, ἀλλὰ χαλικώδης Θεοφρ. περὶ Λίθ. 65.

Greek Monolingual

-ες / χαλικώδης, -ῶδες, ΝΑ χάλιξ, -ικος]
νεοελλ.
γεμάτος χαλίκια («χαλικώδης έκταση»)
αρχ.
όμοιος με χαλίκι στο σχήμα ή το μέγεθος.