σημειώδης: Difference between revisions
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=simeiodis | |Transliteration C=simeiodis | ||
|Beta Code=shmeiw/dhs | |Beta Code=shmeiw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=σημειῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[remarkable]], [[conspicuous]], Str.8.1.3 (Sup.); of language, [[peculiar]], [[singular]], ὀνόματα D.H.''Isoc.''2.<br><span class="bld">II</span> [[significant]] of something to come, ἅλῳ [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''373a30, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vent.''35; <b class="b3">τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ.</b> Arist. ''Div.Somn.''462b15, cf. Phld.''Sign.''19, Plu.2.286b. Adv. [[σημειωδῶς]] = [[remarkably]], Str.16.2.28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] ες, bezeichnend, bezeichnet, ausgezeichnet, Sp., wie M. Ant. 1, 17. – Auch bedeutend, vorbedeutend; Arist. divin. 1, 2; [[ὄψις]], Plut. qu. Rom. 93. – Vgl. [[σημειωτός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] ες, bezeichnend, bezeichnet, ausgezeichnet, Sp., wie M. Ant. 1, 17. – Auch bedeutend, vorbedeutend; Arist. divin. 1, 2; [[ὄψις]], Plut. qu. Rom. 93. – Vgl. [[σημειωτός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[qui est un signe]], [[qui signifie]], [[qui présage]];<br /><b>2</b> [[digne d'attention]], [[notable]];<br /><i>Sp.</i> σημειωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σημειώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[являющийся предвестником]], [[предвещающий]] (αἱ ἅλῳ περὶ τοὺς ἀστέρας Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[пророческий]], [[вещий]] (ἡ [[ὄψις]] τῶν γυπῶν Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σημειώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) σεσημειωμένος, [[ἀξιόλογος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπίσημος]], Στράβ. 334· ἐπὶ ὕφους πομπώδους, [[ἰδιότροπος]], Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. ὁ σημαίνων μέλλον, [[σημαντικός]], προοιωνιστικός, [[χαρακτηριστικός]], αἱ ἅλῳ σημειώδεις Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 10, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 35· τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Ἀριστ. π. Μαντικῆς 1, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 759. | |lstext='''σημειώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) σεσημειωμένος, [[ἀξιόλογος]], [[ἐπιφανής]], [[ἐπίσημος]], Στράβ. 334· ἐπὶ ὕφους πομπώδους, [[ἰδιότροπος]], Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. ὁ σημαίνων μέλλον, [[σημαντικός]], προοιωνιστικός, [[χαρακτηριστικός]], αἱ ἅλῳ σημειώδεις Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 10, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 35· τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Ἀριστ. π. Μαντικῆς 1, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 759. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, Α [[ | |mltxt=-ῶδες, Α [[σημεῖον]]<br /><b>1.</b> [[αξιόλογος]], [[σημαντικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[σημεία]] για το [[μέλλον]]<br /><b>3.</b> (για ύφος) [[ιδιότροπος]], [[ιδιόρρυθμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σημειωδῶς</i> Α<br />αξιοσημείωτα. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σημειώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που έχει σημειωθεί, αξιοσημείωτος, [[σημαντικός]], σε Στράβ. | |lsmtext='''σημειώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που έχει σημειωθεί, αξιοσημείωτος, [[σημαντικός]], σε Στράβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σημει-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />marked, [[remarkable]], Strab. | |mdlsjtxt=σημει-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />marked, [[remarkable]], Strab. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 2 November 2024
English (LSJ)
σημειῶδες,
A remarkable, conspicuous, Str.8.1.3 (Sup.); of language, peculiar, singular, ὀνόματα D.H.Isoc.2.
II significant of something to come, ἅλῳ Arist.Mete.373a30, cf. Thphr. Vent.35; τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Arist. Div.Somn.462b15, cf. Phld.Sign.19, Plu.2.286b. Adv. σημειωδῶς = remarkably, Str.16.2.28.
German (Pape)
[Seite 875] ες, bezeichnend, bezeichnet, ausgezeichnet, Sp., wie M. Ant. 1, 17. – Auch bedeutend, vorbedeutend; Arist. divin. 1, 2; ὄψις, Plut. qu. Rom. 93. – Vgl. σημειωτός.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 qui est un signe, qui signifie, qui présage;
2 digne d'attention, notable;
Sp. σημειωδέστατος.
Étymologie: σημεῖον, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
σημειώδης:
1 являющийся предвестником, предвещающий (αἱ ἅλῳ περὶ τοὺς ἀστέρας Arst.);
2 пророческий, вещий (ἡ ὄψις τῶν γυπῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σημειώδης: -ες, (εἶδος) σεσημειωμένος, ἀξιόλογος, ἐπιφανής, ἐπίσημος, Στράβ. 334· ἐπὶ ὕφους πομπώδους, ἰδιότροπος, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. ὁ σημαίνων μέλλον, σημαντικός, προοιωνιστικός, χαρακτηριστικός, αἱ ἅλῳ σημειώδεις Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 10, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 35· τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Ἀριστ. π. Μαντικῆς 1, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 759.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σημεῖον
1. αξιόλογος, σημαντικός
2. αυτός που δίνει σημεία για το μέλλον
3. (για ύφος) ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος.
επίρρ...
σημειωδῶς Α
αξιοσημείωτα.
Greek Monotonic
σημειώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει σημειωθεί, αξιοσημείωτος, σημαντικός, σε Στράβ.
Middle Liddell
σημει-ώδης, ες εἶδος
marked, remarkable, Strab.