ἀρκυστασία: Difference between revisions
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
(6_10) |
|||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arkystasia | |Transliteration C=arkystasia | ||
|Beta Code=a)rkustasi/a | |Beta Code=a)rkustasi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[line of nets]], in plural, [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''6.6. (Also [[ἀρκυοστασία]] Artem. 2.11, 3.59.) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ἀρκυστασία]], -ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀρκυοστασία]] Artem.2.11, 3.59<br />[[trampa de redes]] para cazar καθαρὰς ποιούμενος τὰς ἀρκυστασίας X.<i>Cyn</i>.6.6, ἀ. καὶ ... νεφέλαι ... πρὸς θήραν Artem.2.11, cf. 3.59, τῶν δικτύων τὴν στάσιν ἢ καλεῖται ἀ. Poll.5.32. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0354.png Seite 354]] ἡ, das Aufstellen des Netzes, Stellnetz, Xen. Cyn. 6, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0354.png Seite 354]] ἡ, das Aufstellen des Netzes, Stellnetz, Xen. Cyn. 6, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de tendre les filets à la chasse ; filets de chasse tendus.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρκυς]], [[στατός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρκυστᾰσία:''' ἡ [[расставленные сети]] Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρκυστᾰσία''': ἡ, ἡ [[στάσις]] τῶν θηρευτικῶν δικτύων, -στάσιον, τό, ὁ [[τόπος]] ἐν ᾧ ἵστανται τὰ θηρευτικὰ δίκτυα, Ξεν. Κυν. 6. 6, | |lstext='''ἀρκυστᾰσία''': ἡ, ἡ [[στάσις]] τῶν θηρευτικῶν δικτύων, -στάσιον, τό, ὁ [[τόπος]] ἐν ᾧ ἵστανται τὰ θηρευτικὰ δίκτυα, Ξεν. Κυν. 6. 6, Πολυδ. Ε΄, 32· ― διάφ. γρ. ἀρκυοστασία, ἀρκυοστάσιον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρκυστασία]], η (Α) [[αρκύστατος]]<br />ο [[τρόπος]], η [[σειρά]] τοποθέτησης των κυνηγετικών διχτυών. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρκυστᾰσία:''' ἡ, ή -στάσιον, τό, [[γραμμή]], [[σειρά]] από δίχτυα, σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=a [[line]] of nets, Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:54, 7 November 2024
English (LSJ)
ἡ, line of nets, in plural, X.Cyn.6.6. (Also ἀρκυοστασία Artem. 2.11, 3.59.)
Spanish (DGE)
ἀρκυστασία, -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀρκυοστασία Artem.2.11, 3.59
trampa de redes para cazar καθαρὰς ποιούμενος τὰς ἀρκυστασίας X.Cyn.6.6, ἀ. καὶ ... νεφέλαι ... πρὸς θήραν Artem.2.11, cf. 3.59, τῶν δικτύων τὴν στάσιν ἢ καλεῖται ἀ. Poll.5.32.
German (Pape)
[Seite 354] ἡ, das Aufstellen des Netzes, Stellnetz, Xen. Cyn. 6, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de tendre les filets à la chasse ; filets de chasse tendus.
Étymologie: ἄρκυς, στατός.
Russian (Dvoretsky)
ἀρκυστᾰσία: ἡ расставленные сети Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκυστᾰσία: ἡ, ἡ στάσις τῶν θηρευτικῶν δικτύων, -στάσιον, τό, ὁ τόπος ἐν ᾧ ἵστανται τὰ θηρευτικὰ δίκτυα, Ξεν. Κυν. 6. 6, Πολυδ. Ε΄, 32· ― διάφ. γρ. ἀρκυοστασία, ἀρκυοστάσιον.
Greek Monolingual
ἀρκυστασία, η (Α) αρκύστατος
ο τρόπος, η σειρά τοποθέτησης των κυνηγετικών διχτυών.
Greek Monotonic
ἀρκυστᾰσία: ἡ, ή -στάσιον, τό, γραμμή, σειρά από δίχτυα, σε Ξεν.
Middle Liddell
a line of nets, Xen.