ὑποκαπνισμός: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1219.png Seite 1219]] ὁ, das Räuchern, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1219.png Seite 1219]] ὁ, das [[Räuchern]], Diosc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ὑποκαπνισμός]], ΝΑ [[ὑποκαπνίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υποκαπνίζω]], η [[παραγωγή]] καπνού για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ιατρ.-φαρμ.) η [[έκθεση]] ορισμένων τμημάτων του σώματος στην [[επίδραση]] του καπνού ή του ατμού καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[παραγωγή]] καπνών ή ατμών καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών σε κλειστό χώρο για την απολύμανσή του, αλλ. [[υποθυμίαση]]. | |mltxt=ο / [[ὑποκαπνισμός]], ΝΑ [[ὑποκαπνίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υποκαπνίζω]], η [[παραγωγή]] καπνού για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ιατρ.-φαρμ.) η [[έκθεση]] ορισμένων τμημάτων του σώματος στην [[επίδραση]] του καπνού ή του ατμού καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[παραγωγή]] καπνών ή ατμών καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών σε κλειστό χώρο για την απολύμανσή του, αλλ. [[υποθυμίαση]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[fumigation]]=== | |||
Catalan: fumigació; Greek: [[υποκαπνισμός]], [[καπνισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποθείωσις]], [[ἀποκαπνισμός]], [[ἐγκάπνισμα]], [[θυμίαμα]], [[θυμίασις]], [[περιθείωμα]], [[περιθείωσις]], [[ὑπατμισμός]], [[ὑποθυμίαμα]], [[ὑποθυμίασις]], [[ὑποθυμίησις]], [[ὑποκάπνισμα]], [[ὑποκαπνισμός]]; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: [[suffitio]], [[fumigatio]]; Persian: تدخین; Portuguese: [[fumigação]]; Spanish: [[fumigación]]; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw | |||
}} | }} |
Revision as of 16:07, 7 November 2024
English (LSJ)
ὁ, fumigation, Dsc.Eup.1.210, Antyll. ap. Orib.8.12.1, Sor.2.33, Gal.16.147.
German (Pape)
[Seite 1219] ὁ, das Räuchern, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαπνισμός: ὁ, τὸ ὑποκαπνίζειν, Ἀπολλών. παρ’ Ὀρειβασ. 182 Matth., Γαλην. τ. 14, 441, 14.
Greek Monolingual
ο / ὑποκαπνισμός, ΝΑ ὑποκαπνίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκαπνίζω, η παραγωγή καπνού για θεραπευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φαρμ.) η έκθεση ορισμένων τμημάτων του σώματος στην επίδραση του καπνού ή του ατμού καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών
2. ιατρ. παραγωγή καπνών ή ατμών καιόμενων φαρμακευτικών ουσιών σε κλειστό χώρο για την απολύμανσή του, αλλ. υποθυμίαση.
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw