ὑποθυμίασις: Difference between revisions
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός;" to "ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός;") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypothymiasis | |Transliteration C=ypothymiasis | ||
|Beta Code=u(poqumi/asis | |Beta Code=u(poqumi/asis | ||
|Definition=εως, Ion. | |Definition=-εως, Ion. [[ὑποθυμίησις]], ἡ, [[fumigation]], Hp.''Nat.Mul.''103 (pl.), Dsc.1.67, Sor.2.33, ''Hippiatr.''22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποθῡμίασις''': -εως, ἡ, τὸ [[κάτωθεν]] [[κάπνισμα]] πρὸς θυμίασιν, Ἱππιατρ. σ. 72, 13. | |lstext='''ὑποθῡμίασις''': -εως, ἡ, τὸ [[κάτωθεν]] [[κάπνισμα]] πρὸς θυμίασιν, Ἱππιατρ. σ. 72, 13. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[fumigation]]=== | |||
Catalan: fumigació; Greek: [[υποκαπνισμός]], [[καπνισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποθείωσις]], [[ἀποκαπνισμός]], [[ἐγκάπνισμα]], [[θυμίαμα]], [[θυμίημα]], [[θυμίασις]], [[περιθείωμα]], [[περιθείωσις]], [[ὑπατμισμός]], [[ὑποθυμίαμα]], [[ὑποθυμίημα]], [[ὑποθυμίασις]], [[ὑποθυμίησις]], [[ὑποκάπνισμα]], [[ὑποκαπνισμός]]; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: [[suffitio]], [[fumigatio]]; Persian: تدخین; Portuguese: [[fumigação]]; Spanish: [[fumigación]]; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:14, 7 November 2024
English (LSJ)
-εως, Ion. ὑποθυμίησις, ἡ, fumigation, Hp.Nat.Mul.103 (pl.), Dsc.1.67, Sor.2.33, Hippiatr.22.
German (Pape)
[Seite 1218] ἡ, das Räuchern mit angezündeten Wohlgerüchen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθῡμίασις: -εως, ἡ, τὸ κάτωθεν κάπνισμα πρὸς θυμίασιν, Ἱππιατρ. σ. 72, 13.
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw