δυσάρμοστος: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysarmostos
|Transliteration C=dysarmostos
|Beta Code=dusa/rmostos
|Beta Code=dusa/rmostos
|Definition=ον, [[ill-united]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Eum.</span> 13</span>; [[insecure]], πύργος <span class="bibl">App. <span class="title">Mith.</span>34</span>.
|Definition=δυσάρμοστον, [[ill-united]], Id.''Eum.'' 13; [[insecure]], πύργος App. ''Mith.''34.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] schlecht verbunden; App. Mithrid. 84; uneinig, Plut. Eum. 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] [[schlecht verbunden]]; App. Mithrid. 84; [[uneinig]], Plut. Eum. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[désuni]], [[en désaccord]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἁρμόττω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσάρμοστος:''' [[находящийся в разладе]], [[ссорящийся]] (πρὸς ἀλλήλους βαρεῖς καὶ δυσάρμοστοι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσάρμοστος''': -ον, κακῶς ἡρμοσμένος, μὴ προσαρμοζόμενος, Πλούτ. Εὐμ. 13, Ἀππ. Μιθρ. 34.
|lstext='''δυσάρμοστος''': -ον, κακῶς ἡρμοσμένος, μὴ προσαρμοζόμενος, Πλούτ. Εὐμ. 13, Ἀππ. Μιθρ. 34.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />désuni, en désaccord.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἁρμόττω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσάρμοστος]], -ον)<br />[[αταίριαστος]], [[ασυμβίβαστος]] («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῑς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br />(για κτήρια) αυτός που γίνεται [[επισφαλής]] εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσάρμοστος]], -ον)<br />[[αταίριαστος]], [[ασυμβίβαστος]] («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῖς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br />(για κτήρια) αυτός που γίνεται [[επισφαλής]] εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσάρμοστος:''' -ον ([[ἁρμόζω]]), όχι [[καλά]] συναρμοσμένος, [[ασύμφωνος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσάρμοστος:''' -ον ([[ἁρμόζω]]), όχι [[καλά]] συναρμοσμένος, [[ασύμφωνος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσάρμοστος:''' [[находящийся в разладе]], [[ссорящийся]] (πρὸς ἀλλήλους βαρεῖς καὶ δυσάρμοστοι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]άρμοστος, ον [[ἁρμόζω]]<br />ill-united, Plut.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]άρμοστος, ον [[ἁρμόζω]]<br />ill-united, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 9 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάρμοστος Medium diacritics: δυσάρμοστος Low diacritics: δυσάρμοστος Capitals: ΔΥΣΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: dysármostos Transliteration B: dysarmostos Transliteration C: dysarmostos Beta Code: dusa/rmostos

English (LSJ)

δυσάρμοστον, ill-united, Id.Eum. 13; insecure, πύργος App. Mith.34.

Spanish (DGE)

-ον
1 desencajado, desbaratado πύργος App.Mith.34.
2 mal avenido πρὸς μὲν ἀλλήλους ... δυσάρμοστοι de tropas de diferente proveniencia, Plu.Eum.13.
3 téc. malo de encajar, malo para la carpintería ὅσα ... δυσαρμοστότερα τῶν ξύλων Anon.in EN 128.22.

German (Pape)

[Seite 676] schlecht verbunden; App. Mithrid. 84; uneinig, Plut. Eum. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
désuni, en désaccord.
Étymologie: δυσ-, ἁρμόττω.

Russian (Dvoretsky)

δυσάρμοστος: находящийся в разладе, ссорящийся (πρὸς ἀλλήλους βαρεῖς καὶ δυσάρμοστοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσάρμοστος: -ον, κακῶς ἡρμοσμένος, μὴ προσαρμοζόμενος, Πλούτ. Εὐμ. 13, Ἀππ. Μιθρ. 34.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσάρμοστος, -ον)
αταίριαστος, ασυμβίβαστος («πρὸς μὲν ἀλλήλους βαρεῖς ἧσαν καὶ δυσάρμοστοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
αυτός που δεν προσαρμόζεται εύκολα
αρχ.
(για κτήρια) αυτός που γίνεται επισφαλής εξαιτίας ελαττωματικής αρμογής.

Greek Monotonic

δυσάρμοστος: -ον (ἁρμόζω), όχι καλά συναρμοσμένος, ασύμφωνος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-άρμοστος, ον ἁρμόζω
ill-united, Plut.