νεότομος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "S. ''Ant.''" to "S.''Ant.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neotomos
|Transliteration C=neotomos
|Beta Code=neo/tomos
|Beta Code=neo/tomos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fresh-cut]], ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>25</span> (lyr.); ν. πλήγματα [[newly inflicted]], <span class="bibl">S. <span class="title">Ant.</span>1283</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[freshly cut off]], ἕλιξ <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>1170</span> (lyr.).</span>
|Definition=νεότομον,<br><span class="bld">A</span> [[fresh-cut]], ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.''Ch.''25 (lyr.); ν. πλήγματα [[newly inflicted]], [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1283.<br><span class="bld">II</span> [[freshly cut off]], ἕλιξ E.''Ba.''1170 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fraîchement coupé <i>ou</i> entaillé;<br /><b>2</b> [[qui vient d'être asséné]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τέμνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[fraîchement coupé]] <i>ou</i> entaillé;<br /><b>2</b> [[qui vient d'être asséné]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεότομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη [[βοήθεια]] αρότρου<br /><b>2.</b> (για [[χτύπημα]]) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα<br /><b>3.</b> αυτός που κόπηκε [[πριν]] από λίγο, [[φρεσκοκομμένος]] («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>τομος</i>].
|mltxt=[[νεότομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη [[βοήθεια]] αρότρου<br /><b>2.</b> (για [[χτύπημα]]) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα<br /><b>3.</b> αυτός που κόπηκε [[πριν]] από λίγο, [[φρεσκοκομμένος]] («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[ολιγότομος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 07:31, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότομος Medium diacritics: νεότομος Low diacritics: νεότομος Capitals: ΝΕΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: neótomos Transliteration B: neotomos Transliteration C: neotomos Beta Code: neo/tomos

English (LSJ)

νεότομον,
A fresh-cut, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25 (lyr.); ν. πλήγματα newly inflicted, S.Ant.1283.
II freshly cut off, ἕλιξ E.Ba.1170 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 245] = νεότμητος; ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ, Aesch. Ch. 25; νεοτόμοισι πλήγμασι, Soph. Ant. 1268; Eur. Bacch. 1169 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fraîchement coupé ou entaillé;
2 qui vient d'être asséné.
Étymologie: νέος, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

νεότομος:
1 недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий (ἄλοξ Aesch.; πλήγματα Soph.);
2 недавно срезанный (ἕλιξ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

νεότομος: -ον, ὁ νεωστὶ κοπεὶς ἢ ἀνοιχθεὶς διὰ τοῦ ἀρότρου, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· νεοτόμοισι πλήγμασιν, νεωστὶ κατενεχθεῖσι, Σοφ. Ἀντ. 1283. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ ἀποκοπείς, ἕλξις Εὐρ. Βάκχ. 1171.

Greek Monolingual

νεότομος, -ον (Α)
1. (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη βοήθεια αρότρου
2. (για χτύπημα) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα
3. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τομος (< τέμνω), πρβλ. ολιγότομος].

Greek Monotonic

νεότομος: -ον (τέμνω
I. φρεσκοκομμένος ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· νεότομα πλήγματα, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.
II. αυτός που μόλις κόπηκε· ἕλιξ, σε Ευρ.

Middle Liddell

νεό-τομος, ον, τέμνω
I. fresh cut or ploughed, Aesch.; ν. πλήγματα newly inflicted, Soph.
II. fresh cut off, fresh cut, ἕλιξ Eur.

English (Woodhouse)

newly inflicted, of blows

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)