ἐπιτιμητής: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
(1ab)
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitimitis
|Transliteration C=epitimitis
|Beta Code=e)pitimhth/s
|Beta Code=e)pitimhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">estimator, valuer</b>, <span class="bibl">Antipho 5.32</span>, <span class="title">IG</span>12.75, 22.1176, 11(2).287<span class="title">A</span>87 (iii B.C.), al. ; <b class="b3">ἔργων</b> <b class="b2">appraiser, overseer</b> (i.e. Zeus), <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>77</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">punisher, chastiser</b>, κολασταὶ κἀπ. κακῶν <span class="bibl">S. <span class="title">Fr.</span>533</span> ; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>255</span> ; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>240a</span>.</span>
|Definition=ἐπιτιμητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[estimator]], [[valuer]], Antipho 5.32, ''IG''12.75, 22.1176, 11(2).287''A''87 (iii B.C.), al.; [[ἔργων]] [[appraiser]], [[overseer]] (i.e. Zeus), [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''77.<br><span class="bld">II</span> [[punisher]], [[chastiser]], κολασταὶ κἀπ. κακῶν S. ''Fr.''533; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''255; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''240a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0994.png Seite 994]] ὁ, der Tadler, der züchtigt u. straft, βαρὺς τῶν ἔργων Aesch. Prom. 77; καὶ [[κολαστής]] Soph. frg. 478; Eur. Suppl. 267; τῆς ὁμιλίας Plat. Phaedr. 239 e. – Bei Antiph. 5, 32, [[ἦσαν]] καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταὶ τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων, Beurtheiler, Taxator.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0994.png Seite 994]] ὁ, der Tadler, der züchtigt u. straft, βαρὺς τῶν ἔργων Aesch. Prom. 77; καὶ [[κολαστής]] Soph. frg. 478; Eur. Suppl. 267; τῆς ὁμιλίας Plat. Phaedr. 239 e. – Bei Antiph. 5, 32, [[ἦσαν]] καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταὶ τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων, Beurtheiler, Taxator.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui blâme]], [[censeur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτιμάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτῑμητής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[порицатель]] (τῆς ὁμιλίας Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[каратель]] (κολαστὴς καὶ ἐ. Soph., Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτῑμητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκτιμητής, ὁ [[ὁρίζων]] τὴν τιμήν, Λατ. taxator, Ἀντιφῶν 133. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 102, 5 (ἴδε Böckh σ. 141). ΙΙ. ὁ τιμωρῶν, [[τιμωρός]], κολασταὶ κἀπ. κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 478· ἐπ. ἔργων, ὁ κατακρίνων, ψέγων, ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρὺς Αἰσχύλ. Πρ. 77· τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητὴν Εὐρ. Ἱκ. 255· ἐπ. τῆς... ὁμιλίας Πλάτ. Φαῖδρ. 239Ε.
|lstext='''ἐπιτῑμητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκτιμητής, ὁ [[ὁρίζων]] τὴν τιμήν, Λατ. taxator, Ἀντιφῶν 133. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 102, 5 (ἴδε Böckh σ. 141). ΙΙ. ὁ τιμωρῶν, [[τιμωρός]], κολασταὶ κἀπ. κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 478· ἐπ. ἔργων, ὁ κατακρίνων, ψέγων, ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρὺς Αἰσχύλ. Πρ. 77· τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητὴν Εὐρ. Ἱκ. 255· ἐπ. τῆς... ὁμιλίας Πλάτ. Φαῖδρ. 239Ε.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui blâme, censeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτιμάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α [[ἐπιτιμητής]]) [[επιτιμώ]]<br />ο [[κατήγορος]], αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων [[βαρύς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμητής]] («νῡν δέ αὑτοὶ [[ἦσαν]] καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[τιμωρός]] («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς [[ἡγούμενος]] τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α [[ἐπιτιμητής]]) [[επιτιμώ]]<br />ο [[κατήγορος]], αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων [[βαρύς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμητής]] («νῦν δέ αὑτοὶ [[ἦσαν]] καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων» Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[τιμωρός]] («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς [[ἡγούμενος]] τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτῑμητής:''' -οῦ, ὁ, [[τιμωρός]], [[επικριτής]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἐπιτῑμητής:''' -οῦ, ὁ, [[τιμωρός]], [[επικριτής]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτῑμητής:''' οῡ ὁ<br /><b class="num">1)</b> порицатель (τῆς ὁμιλίας Plat.);<br /><b class="num">2)</b> каратель (κολαστὴς καὶ ἐ. Soph., Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπιτῑμητής, οῦ, [from [[ἐπιτιμάω]]<br />a [[chastiser]], [[censurer]], Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=ἐπιτῑμητής, οῦ, [from [[ἐπιτιμάω]]<br />a [[chastiser]], [[censurer]], Aesch., Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[chastener]], [[chastiser]], [[one who blames]]
}}
}}

Latest revision as of 07:28, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτιμητής Medium diacritics: ἐπιτιμητής Low diacritics: επιτιμητής Capitals: ΕΠΙΤΙΜΗΤΗΣ
Transliteration A: epitimētḗs Transliteration B: epitimētēs Transliteration C: epitimitis Beta Code: e)pitimhth/s

English (LSJ)

ἐπιτιμητοῦ, ὁ,
A estimator, valuer, Antipho 5.32, IG12.75, 22.1176, 11(2).287A87 (iii B.C.), al.; ἔργων appraiser, overseer (i.e. Zeus), A.Pr.77.
II punisher, chastiser, κολασταὶ κἀπ. κακῶν S. Fr.533; τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητήν E.Supp.255; διακωλυταὶ καὶ ἐ. τῆς..ὁμιλίας Pl.Phdr.240a.

German (Pape)

[Seite 994] ὁ, der Tadler, der züchtigt u. straft, βαρὺς τῶν ἔργων Aesch. Prom. 77; καὶ κολαστής Soph. frg. 478; Eur. Suppl. 267; τῆς ὁμιλίας Plat. Phaedr. 239 e. – Bei Antiph. 5, 32, ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταὶ τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων, Beurtheiler, Taxator.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui blâme, censeur.
Étymologie: ἐπιτιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτῑμητής: οῦ ὁ
1 порицатель (τῆς ὁμιλίας Plat.);
2 каратель (κολαστὴς καὶ ἐ. Soph., Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκτιμητής, ὁ ὁρίζων τὴν τιμήν, Λατ. taxator, Ἀντιφῶν 133. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 102, 5 (ἴδε Böckh σ. 141). ΙΙ. ὁ τιμωρῶν, τιμωρός, κολασταὶ κἀπ. κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 478· ἐπ. ἔργων, ὁ κατακρίνων, ψέγων, ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρὺς Αἰσχύλ. Πρ. 77· τούτων κολαστὴν κἀπιτιμητὴν Εὐρ. Ἱκ. 255· ἐπ. τῆς... ὁμιλίας Πλάτ. Φαῖδρ. 239Ε.

Greek Monolingual

ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) επιτιμώ
ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. εκτιμητής («νῦν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῖς συμφερόντων» Αντιφ.)
2. τιμωρός («διακωλυτὰς καὶ ἐπιτιμητὰς ἡγούμενος τῆς ἡδίστης πρὸς αὐτὸν ὁμιλίας», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐπιτῑμητής: -οῦ, ὁ, τιμωρός, επικριτής, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

ἐπιτῑμητής, οῦ, [from ἐπιτιμάω
a chastiser, censurer, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

chastener, chastiser, one who blames

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)