ὁριστικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oristikos | |Transliteration C=oristikos | ||
|Beta Code=o(ristiko/s | |Beta Code=o(ristiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁριστική, ὁριστικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[defining]], λόγος Arist.''de An.''413a14,al.; δύναμις Plu.2.1026d; διδασκαλία Gal.1.307: [[ὁριστική]], ἡ, [[art of definition]], Ammon. ''in APr.''7.32, Elias ''in Porph.''3.28. Adv. [[ὁριστικῶς]] = [[by definition]], Hermog.''Stat.''3, Syrian.''in Metaph.''12.12: Comp. ὁριστικώτερον, ἐπιδραμεῖν Gal.7.463.<br><span class="bld">2</span> [[giving definite form to]], c. gen., Olymp. ''in Mete.''275.22.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡ ὁριστική</b> (''[[sc.]]'' [[ἔγκλισις]]), [[indicative]] mood, D.T.638.7, A.D.''Synt.''31.14; <b class="b3">ὁριστικὰ ῥήματα</b> [[indicative]] verbs, Id.''Adv.''124.9; <b class="b3">ὁριστικὴ προφορά</b> ib.123.12. Adv. [[ὁριστικῶς]] = [[in the indicative mood]], Phryn.337, Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''87. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] zum Begränzen, Begriffsbestimmen gehörig, [[λόγος]], Arist., u. Sp., auch im adv.; – ἡ ὁριστική, sc. [[ἔγκλισις]], modus indicativus, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] zum Begränzen, Begriffsbestimmen gehörig, [[λόγος]], Arist., u. Sp., auch im adv.; – ἡ ὁριστική, ''[[sc.]]'' [[ἔγκλισις]], modus indicativus, Gramm. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui sert à délimiter, à définir ; <i>t. de gramm.</i> défini ; ἡ ὁριστική [[ἔγκλισις]] <i>t. de gramm.</i> l'indicatif.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁριστικός:''' [[определяющий]], [[определительный]] ([[λόγος]] Arst.; [[δύναμις]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν ὁρισμόν, [[λόγος]] Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 1, κ. ἀλλ.˙ [[δύναμις]] Πλούτ. 2. 1026C. ΙΙ. ἡ ὁριστικὴ (δηλ. [[ἔγκλισις]]), modus indicativus, Γραμμ.˙ - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 88. | |lstext='''ὁριστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν ὁρισμόν, [[λόγος]] Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 1, κ. ἀλλ.˙ [[δύναμις]] Πλούτ. 2. 1026C. ΙΙ. ἡ ὁριστικὴ (δηλ. [[ἔγκλισις]]), modus indicativus, Γραμμ.˙ - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 88. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁριστικός]], -ή, -όν) [[οριστός]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η οριστική</i><br /><b>γραμμ.</b> η πρώτη ρηματική [[έγκλιση]] η οποία δηλώνει [[κάτι]] το οποίο [[είναι]] ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σαφώς]] καθορισμένος, [[τελειωτικός]] («η [[απόφαση]] που [[πήρα]] [[είναι]] οριστική»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οριστική [[αντωνυμία]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[αντωνυμία]] η οποία καθορίζει με [[έμφαση]] το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] στο οποίο αναφέρεται και το αντιδιαστέλλει από [[οτιδήποτε]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>οριστικά</i><br />αμετάκλητα, τελειωτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορισμό, δηλ. στον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας έννοιας με τη [[διατύπωση]] τών ουσιωδών χαρακτηριστικών της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] του να δίνει [[κανείς]] ορισμούς εννοιών<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁριστικόν</i><br />α) [[καθοριστικός]] [[παράγοντας]]<br />β) <b>γραμμ.</b> η οριστική [[έγκλιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[οριστικώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ <i>ὁριστικῶς</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />τελειωτικά, τελεσίδικα, αμετάκλητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με οριστικό, προσδιοριστικό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> σε [[έγκλιση]] οριστική. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁριστικός]], -ή, -όν) [[οριστός]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η οριστική</i><br /><b>γραμμ.</b> η πρώτη ρηματική [[έγκλιση]] η οποία δηλώνει [[κάτι]] το οποίο [[είναι]] ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σαφώς]] καθορισμένος, [[τελειωτικός]] («η [[απόφαση]] που [[πήρα]] [[είναι]] οριστική»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οριστική [[αντωνυμία]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[αντωνυμία]] η οποία καθορίζει με [[έμφαση]] το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] στο οποίο αναφέρεται και το αντιδιαστέλλει από [[οτιδήποτε]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>οριστικά</i><br />αμετάκλητα, τελειωτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορισμό, δηλ. στον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας έννοιας με τη [[διατύπωση]] τών ουσιωδών χαρακτηριστικών της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τέχνη]] του να δίνει [[κανείς]] ορισμούς εννοιών<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁριστικόν</i><br />α) [[καθοριστικός]] [[παράγοντας]]<br />β) <b>γραμμ.</b> η οριστική [[έγκλιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[οριστικώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ <i>ὁριστικῶς</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />τελειωτικά, τελεσίδικα, αμετάκλητα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με οριστικό, προσδιοριστικό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> σε [[έγκλιση]] οριστική. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:46, 15 November 2024
English (LSJ)
ὁριστική, ὁριστικόν,
A of or for defining, λόγος Arist.de An.413a14,al.; δύναμις Plu.2.1026d; διδασκαλία Gal.1.307: ὁριστική, ἡ, art of definition, Ammon. in APr.7.32, Elias in Porph.3.28. Adv. ὁριστικῶς = by definition, Hermog.Stat.3, Syrian.in Metaph.12.12: Comp. ὁριστικώτερον, ἐπιδραμεῖν Gal.7.463.
2 giving definite form to, c. gen., Olymp. in Mete.275.22.
II ἡ ὁριστική (sc. ἔγκλισις), indicative mood, D.T.638.7, A.D.Synt.31.14; ὁριστικὰ ῥήματα indicative verbs, Id.Adv.124.9; ὁριστικὴ προφορά ib.123.12. Adv. ὁριστικῶς = in the indicative mood, Phryn.337, Sch.E.Hec.87.
German (Pape)
[Seite 378] zum Begränzen, Begriffsbestimmen gehörig, λόγος, Arist., u. Sp., auch im adv.; – ἡ ὁριστική, sc. ἔγκλισις, modus indicativus, Gramm.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à délimiter, à définir ; t. de gramm. défini ; ἡ ὁριστική ἔγκλισις t. de gramm. l'indicatif.
Étymologie: ὁρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὁριστικός: определяющий, определительный (λόγος Arst.; δύναμις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν ὁρισμόν, λόγος Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 1, κ. ἀλλ.˙ δύναμις Πλούτ. 2. 1026C. ΙΙ. ἡ ὁριστικὴ (δηλ. ἔγκλισις), modus indicativus, Γραμμ.˙ - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 88.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁριστικός, -ή, -όν) οριστός
το θηλ. ως ουσ. η οριστική
γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό
νεοελλ.
1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική»)
2. φρ. «οριστική αντωνυμία»
γραμμ. αντωνυμία η οποία καθορίζει με έμφαση το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο αναφέρεται και το αντιδιαστέλλει από οτιδήποτε άλλο
3. (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) οριστικά
αμετάκλητα, τελειωτικά
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορισμό, δηλ. στον προσδιορισμό του περιεχομένου μιας έννοιας με τη διατύπωση τών ουσιωδών χαρακτηριστικών της
2. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη του να δίνει κανείς ορισμούς εννοιών
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁριστικόν
α) καθοριστικός παράγοντας
β) γραμμ. η οριστική έγκλιση.
επίρρ...
οριστικώς και -ά (ΑΜ ὁριστικῶς)
νεοελλ.
τελειωτικά, τελεσίδικα, αμετάκλητα
αρχ.
1. με οριστικό, προσδιοριστικό τρόπο
2. γραμμ. σε έγκλιση οριστική.