συμμέτρησις: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmetrisis
|Transliteration C=symmetrisis
|Beta Code=summe/trhsis
|Beta Code=summe/trhsis
|Definition=εως, ἡ, [[measuring by comparison]], <b class="b3">ἡ ξ. τῶν κλιμάκων</b> [[computation]] of their length, <span class="bibl">Th.3.20</span>; τῇ σ. καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>3p.63U.</span>, cf. Phld.<span class="title">Ir.</span>p.76 W.; τοῦ χρόνου <span class="bibl">D.H.<span class="title">Lys.</span>5</span>, cf. Herod.Med. ap. <span class="bibl">Orib.10.5.4</span>.
|Definition=-εως, ἡ, [[measuring by comparison]], <b class="b3">ἡ ξ. τῶν κλιμάκων</b> [[computation]] of their length, Th.3.20; τῇ σ. καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων Epicur.''Ep.''3p.63U., cf. Phld.''Ir.''p.76 W.; τοῦ χρόνου D.H.''Lys.''5, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.5.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] ἡ, Abmessung, κλιμάκων, Thuc. 3, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] ἡ, Abmessung, κλιμάκων, Thuc. 3, 20.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συμμέτρησις''': ἡ, τὸ μετρεῖν διὰ συγκρίσεως ἢ παραβολῆς, ἡ τῶν κλιμάκων ξ., ὑπολογισμὸς τοῦ μήκους αὐτῶν (ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ [[ὕψος]] τοῦ τείχους), Θουκυδ. 3. 20· τῇ σ. καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 130.
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de mesurer par comparaison]].<br />'''Étymologie:''' [[συμμετρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμμέτρησις -εως, ἡ, Att. ook ξυμμέτρησις [συμμετρέω] het berekenen van de afmetingen, met gen. van iets:; τῶν κλιμάκων van de ladders; met ἐκ + gen. op basis van, door vergelijking met iets.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=εως (ἡ) :<br />action de mesurer par comparaison.<br />'''Étymologie:''' [[συμμετρέω]].
|elrutext='''συμμέτρησις:''' εως ἡ (со)измерение, исчисление, подсчет Thuc., Diog. L.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμμέτρησις:''' ἡ, [[μέτρηση]] μέσω σύγκρισης, [[συνυπολογισμός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''συμμέτρησις:''' ἡ, [[μέτρηση]] μέσω σύγκρισης, [[συνυπολογισμός]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμμέτρησις:''' εως ἡ (со)измерение, исчисление, подсчет Thuc., Diog. L.
|lstext='''συμμέτρησις''': ἡ, τὸ μετρεῖν διὰ συγκρίσεως ἢ παραβολῆς, τῶν κλιμάκων ξ., ὑπολογισμὸς τοῦ μήκους αὐτῶν (ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ [[ὕψος]] τοῦ τείχους), Θουκυδ. 3. 20· τῇ σ. καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 130.
}}
{{elnl
|elnltext=συμμέτρησις -εως, ἡ, Att. ook ξυμμέτρησις [συμμετρέω] het berekenen van de afmetingen, met gen. van iets:; τῶν κλιμάκων van de ladders; met ἐκ + gen. op basis van, door vergelijking met iets.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμμέτρησις]], εως, [from [[συμμετρέω]]<br />commeasurement, Thuc.
|mdlsjtxt=[[συμμέτρησις]], εως, [from [[συμμετρέω]]<br />commeasurement, Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[mensura]]'', [[measure]], [[measurement]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.20.4/ 3.20.4].
}}
}}

Latest revision as of 13:36, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμέτρησις Medium diacritics: συμμέτρησις Low diacritics: συμμέτρησις Capitals: ΣΥΜΜΕΤΡΗΣΙΣ
Transliteration A: symmétrēsis Transliteration B: symmetrēsis Transliteration C: symmetrisis Beta Code: summe/trhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, measuring by comparison, ἡ ξ. τῶν κλιμάκων computation of their length, Th.3.20; τῇ σ. καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων Epicur.Ep.3p.63U., cf. Phld.Ir.p.76 W.; τοῦ χρόνου D.H.Lys.5, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.5.4.

German (Pape)

[Seite 982] ἡ, Abmessung, κλιμάκων, Thuc. 3, 20.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de mesurer par comparaison.
Étymologie: συμμετρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμέτρησις -εως, ἡ, Att. ook ξυμμέτρησις [συμμετρέω] het berekenen van de afmetingen, met gen. van iets:; τῶν κλιμάκων van de ladders; met ἐκ + gen. op basis van, door vergelijking met iets.

Russian (Dvoretsky)

συμμέτρησις: εως ἡ (со)измерение, исчисление, подсчет Thuc., Diog. L.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συμμετρῶ
μέτρηση που γίνεται μετά από σύγκριση, από παραβολή («ἡ ξυμμέτρησις τῶν κλιμάκων» — υπολογισμός του μήκους τών κλιμάκων σε σύγκριση με το ύψος του τείχους, Θουκ.).

Greek Monotonic

συμμέτρησις: ἡ, μέτρηση μέσω σύγκρισης, συνυπολογισμός, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμέτρησις: ἡ, τὸ μετρεῖν διὰ συγκρίσεως ἢ παραβολῆς, ἡ τῶν κλιμάκων ξ., ὑπολογισμὸς τοῦ μήκους αὐτῶν (ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ ὕψος τοῦ τείχους), Θουκυδ. 3. 20· τῇ σ. καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 130.

Middle Liddell

συμμέτρησις, εως, [from συμμετρέω
commeasurement, Thuc.

Lexicon Thucydideum

mensura, measure, measurement, 3.20.4.