ἐπαινέτης: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
mNo edit summary |
(CSV import) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαινέτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐπαινῶν τινα ἤ τι, Λατ. laudator, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 384, Θουκ. 2. 41, Πλάτ. Πολ. 366D· Ὁμήρου δεινὸς εἶ [[ἐπαινέτης]] Πλάτ. Ἴων 536D· θηλ. ἐπαινέτις, ιδος, Θεμίστ. σ. 219D. | |lstext='''ἐπαινέτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐπαινῶν τινα ἤ τι, Λατ. [[laudator]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 384, Θουκ. 2. 41, Πλάτ. Πολ. 366D· Ὁμήρου δεινὸς εἶ [[ἐπαινέτης]] Πλάτ. Ἴων 536D· θηλ. ἐπαινέτις, ιδος, Θεμίστ. σ. 219D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 31: | Line 31: | ||
|mdlsjtxt=[[ἐπαινέτης]], ου, [from [[ἐπαινέω]]<br />a [[commender]], [[admirer]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[ἐπαινέτης]], ου, [from [[ἐπαινέω]]<br />a [[commender]], [[admirer]], Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[laudator]]'', [[praiser]], [[flatterer]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.41.4/ 2.41.4]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:27, 16 November 2024
English (LSJ)
ἐπαινέτου, ὁ,
A praiser, commender, Hp.Acut.6, Th.2.41, Pl.R. 366e, Timocl. 8.9, etc.:—fem. ἐπαινέτις, ιδος, φιλοσοφία ἐπαινέτις παμβασιλείας Them.Or. 18.219d.
II rhapsodist, Pl.Ion536d; cf. ἐπαινέω IV.
German (Pape)
[Seite 895] ὁ, 1) der Lobende, Lobredner, Ὁμήροι Plat. Prot. 309 a; Thuc. 2, 11 u. Folgde. – 2 der Rhapsode, Plat. Ion 536 d. Vgl. ἐπαινέω.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui loue, panégyriste.
Étymologie: ἐπαινέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαινέτης: ου ὁ восхваляющий, восторженный поклонник (Ὁμήρου Thuc., Plat.; φειδοῦς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαινέτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπαινῶν τινα ἤ τι, Λατ. laudator, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 384, Θουκ. 2. 41, Πλάτ. Πολ. 366D· Ὁμήρου δεινὸς εἶ ἐπαινέτης Πλάτ. Ἴων 536D· θηλ. ἐπαινέτις, ιδος, Θεμίστ. σ. 219D.
Greek Monolingual
ἐπαινέτης, ο (θηλ. -ις) (AM) επαινώ
1. αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή κάτι («ἐπαινέται δικαιοσύνης», Πλάτ.)
2. αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, ραψωδός («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς ἐπαινέτης», Πλάτ.)
3. οπαδός, μαθητής, θιασώτης («τοὺς Εὐσταθίου ἐπαινέτας».).
ἐπαινετής, ο (Μ)
αυτός που επαινεί κάποιον ή κάτι.
Greek Monotonic
ἐπαινέτης: -ου, ὁ, αυτός που επαινεί, κόλακας, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπαινέτης, ου, [from ἐπαινέω
a commender, admirer, Thuc.