περιαιρετός: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(9) |
(CSV import) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periairetos | |Transliteration C=periairetos | ||
|Beta Code=periaireto/s | |Beta Code=periaireto/s | ||
|Definition= | |Definition=περιαιρετή, περιαιρετόν, [[that may be taken off]], [[removable]], <b class="b3">ἅπαν [τὸ χρυσίον]</b> Th.2.13; κόσμος Paus.1.25.7; προσωπεῖον Luc.''Pr.Im.''3, cf. Plu.2.828b. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0568.png Seite 568]] ringsum weg- oder abgenommen, Luc. pro imag. 3 u. a. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />enlevé <i>ou</i> coupé tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περιαιρέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιαιρετός -ή -όν adj. verb. van περιαιρέω, afneembaar. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιαιρετός:''' [adj. verb. к [[περιαιρέω]] могущий сниматься, съемный (''[[sc.]]'' τὸ τοῦ ἀγάλματος [[χρυσίον]] Thuc.; [[προσωπεῖον]] Luc.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[περιαιρετός]], -ή, -όν, ΝΑ [[περιαιρώ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει [[κανείς]] από το [[σημείο]] που [[είναι]] προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή [[κλίμακα]]» — η [[ανεμόσκαλα]]<br />β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ [[ἄγαλμα]] τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», <b>Παυσ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιαιρετός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να αφαιρέσει, σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιαιρετός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ [[χρυσίον]]] Θουκ. 2. 13· [[κόσμος]] Παυσ. 1. 25, 7· [[προσωπεῖον]] Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[περιαιρετός]], ή, όν<br />that may be taken off, Thuc. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[qui eximi potest]]'', [[that can be removed]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.13.5/ 2.13.5]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:39, 16 November 2024
English (LSJ)
περιαιρετή, περιαιρετόν, that may be taken off, removable, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Th.2.13; κόσμος Paus.1.25.7; προσωπεῖον Luc.Pr.Im.3, cf. Plu.2.828b.
German (Pape)
[Seite 568] ringsum weg- oder abgenommen, Luc. pro imag. 3 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enlevé ou coupé tout autour.
Étymologie: περιαιρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιαιρετός -ή -όν adj. verb. van περιαιρέω, afneembaar.
Russian (Dvoretsky)
περιαιρετός: [adj. verb. к περιαιρέω могущий сниматься, съемный (sc. τὸ τοῦ ἀγάλματος χρυσίον Thuc.; προσωπεῖον Luc.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιαιρετός, -ή, -όν, ΝΑ περιαιρώ
αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» — η ανεμόσκαλα
β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.).
Greek Monotonic
περιαιρετός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να αφαιρέσει, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιαιρετός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Θουκ. 2. 13· κόσμος Παυσ. 1. 25, 7· προσωπεῖον Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.
Middle Liddell
περιαιρετός, ή, όν
that may be taken off, Thuc.