γωνιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(3)
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tag: Manual revert
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=goniodis
|Transliteration C=goniodis
|Beta Code=gwniw/dhs
|Beta Code=gwniw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">angular</b>, <span class="bibl">Th.8.104</span>; <b class="b2">at a sharp angle</b>, διαστροφή <span class="bibl">Hp. <span class="title">Art.</span>47</span>.</span>
|Definition=γωνιῶδες, [[angular]], Th.8.104; [[at a sharp angle]], διαστροφή Hp. ''Art.''47.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[angular]] περιβολή Th.8.104, [[διαστροφή]] Hp.<i>Art</i>.47, ἐκκοπαί Procop.Gaz.M.87.645C, ἐξοχὴ γ. un saliente formando esquina en la muralla</i>, Eust.1082.27<br /><b class="num"></b>op. σφαιροειδής [[anguloso]], [[con aristas]] de la forma de un nido de pájaros οὐ γωνιῶδες Plu.2.966e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0512.png Seite 512]] ες, = [[γωνιοειδής]], Thuc. 8, 104; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0512.png Seite 512]] ες, = [[γωνιοειδής]], Thuc. 8, 104; Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''γωνιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) γωνιακός, [[ὅμοιος]] γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812.
|btext=ης, ες:<br />[[de forme angulaire]].<br />'''Étymologie:''' [[γωνία]], -ωδης.
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=ης, ες :<br />de forme angulaire.<br />'''Étymologie:''' [[γωνία]], -ωδης.
|elnltext=γωνιώδης -ες [γωνία] [[hoekig]], [[met een scherpe hoek]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-ες<br />[[angular]] περιβολή Th.8.104, [[διαστροφή]] Hp.<i>Art</i>.47, ἐκκοπαί Procop.Gaz.M.87.645C, ἐξοχὴ γ. un saliente formando esquina en la muralla</i>, Eust.1082.27<br /><b class="num"></b>op. σφαιροειδής [[anguloso]], [[con aristas]] de la forma de un nido de pájaros οὐ γωνιῶδες Plu.2.966e.
|elrutext='''γωνιώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[имеющий вид ломаной линии]] (τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ [[σῆμα]] [[περιβολή]] Thuc.);<br /><b class="num">2</b> Plut. = [[γωνιοειδής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γωνιώδης:''' -ες ([[γωνία]], [[εἶδος]]), αυτός που σχηματίζει [[γωνία]], [[γωνιακός]], αυτός που μοιάζει με [[γωνία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''γωνιώδης:''' -ες ([[γωνία]], [[εἶδος]]), αυτός που σχηματίζει [[γωνία]], [[γωνιακός]], αυτός που μοιάζει με [[γωνία]], σε Θουκ.
}}
{{ls
|lstext='''γωνιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) γωνιακός, [[ὅμοιος]] γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γωνία]], [[εἶδος]]<br />[[angular]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[angulosus]]'', [[having corners]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.104.5/ 8.104.5].
}}
}}

Latest revision as of 14:57, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωνιώδης Medium diacritics: γωνιώδης Low diacritics: γωνιώδης Capitals: ΓΩΝΙΩΔΗΣ
Transliteration A: gōniṓdēs Transliteration B: gōniōdēs Transliteration C: goniodis Beta Code: gwniw/dhs

English (LSJ)

γωνιῶδες, angular, Th.8.104; at a sharp angle, διαστροφή Hp. Art.47.

Spanish (DGE)

-ες
angular περιβολή Th.8.104, διαστροφή Hp.Art.47, ἐκκοπαί Procop.Gaz.M.87.645C, ἐξοχὴ γ. un saliente formando esquina en la muralla, Eust.1082.27
op. σφαιροειδής anguloso, con aristas de la forma de un nido de pájaros οὐ γωνιῶδες Plu.2.966e.

German (Pape)

[Seite 512] ες, = γωνιοειδής, Thuc. 8, 104; Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de forme angulaire.
Étymologie: γωνία, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γωνιώδης -ες [γωνία] hoekig, met een scherpe hoek.

Russian (Dvoretsky)

γωνιώδης:
1 имеющий вид ломаной линии (τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ σῆμα περιβολή Thuc.);
2 Plut. = γωνιοειδής.

Greek Monolingual

-ες (AM γωνιώδης, -ες)
ο γωνιοειδής.

Greek Monotonic

γωνιώδης: -ες (γωνία, εἶδος), αυτός που σχηματίζει γωνία, γωνιακός, αυτός που μοιάζει με γωνία, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

γωνιώδης: -ες, (εἶδος) γωνιακός, ὅμοιος γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812.

Middle Liddell

γωνία, εἶδος
angular, Thuc.

Lexicon Thucydideum

angulosus, having corners, 8.104.5.