γωνιώδης: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γωνία]], [[εἶδος]]<br />[[angular]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[γωνία]], [[εἶδος]]<br />[[angular]], Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[angulosus]]'', [[having corners]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.104.5/ 8.104.5]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:57, 16 November 2024
English (LSJ)
γωνιῶδες, angular, Th.8.104; at a sharp angle, διαστροφή Hp. Art.47.
Spanish (DGE)
-ες
angular περιβολή Th.8.104, διαστροφή Hp.Art.47, ἐκκοπαί Procop.Gaz.M.87.645C, ἐξοχὴ γ. un saliente formando esquina en la muralla, Eust.1082.27
•op. σφαιροειδής anguloso, con aristas de la forma de un nido de pájaros οὐ γωνιῶδες Plu.2.966e.
German (Pape)
[Seite 512] ες, = γωνιοειδής, Thuc. 8, 104; Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de forme angulaire.
Étymologie: γωνία, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γωνιώδης -ες [γωνία] hoekig, met een scherpe hoek.
Russian (Dvoretsky)
γωνιώδης:
1 имеющий вид ломаной линии (τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ σῆμα περιβολή Thuc.);
2 Plut. = γωνιοειδής.
Greek Monolingual
-ες (AM γωνιώδης, -ες)
ο γωνιοειδής.
Greek Monotonic
γωνιώδης: -ες (γωνία, εἶδος), αυτός που σχηματίζει γωνία, γωνιακός, αυτός που μοιάζει με γωνία, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιώδης: -ες, (εἶδος) γωνιακός, ὅμοιος γωνίᾳ, Θουκ. 8. 104· ἔχων ἢ σχηματίζων ὀξεῖαν γωνίαν, διαστροφὴ Ἱππ. Ἄρθρ. 812.