τύρρις: Difference between revisions
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
m (pape replacement) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tyrris | |Transliteration C=tyrris | ||
|Beta Code=tu/rris | |Beta Code=tu/rris | ||
|Definition=v. [[τύρσις]]. | |Definition=[[tower]]; v. [[τύρσις]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, auch [[τύρσις]], ἡ, <i>der [[Turm]]</i>, lat. <i>[[turris]]</i>; Pind. παρὰ Κρόνου τύρσιν, <i>Ol</i>. 2.70; bes. <i>[[Mauerturm]] od. [[Festungsturm]], [[Befestigungswerk]]; eine mit [[Mauern]] befestigte [[Stadt]], ein mit einer [[Mauer]] umgebenes Haus</i>; τύρσεσιν Xen. <i>Cyr</i>. 7.5.10, <i>An</i>. 4.4.2, aber [[τύρσιος]], 7.8.12 und oft; Sp.; vgl. Dion.Hal. 1.26. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b> | |mltxt=[[τύρσις]] και [[τύρρις]], -εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πύργος]]<br /><b>2.</b> [[πύργος]] τείχους, [[προμαχώνας]]<br /><b>3.</b> περιτειχισμένη [[πόλη]] ή οχυρωμένη [[οικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., πιθανότατα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>dhergh</i>- / <i>dhŗgh</i>- «[[κλειστός]], [[συμπαγής]]» και συνδέεται με το ιλλυρικό [[τοπωνύμιο]] -<i>dorgis</i> ([[πρβλ]]. [[Βουδοργίς]]) και το περσ. [[τοπωνύμιο]] <i>Τύρρα</i> / <i>τύρσα</i> (από όπου τα εθνικά <i>Τυρσηνοί</i> και <i>Tusci</i>, <b>πρβλ.</b> <i>Ετρούσκοι</i>). Παράλληλα με το ελλ. [[τύρσις]] / [[τύρρις]] μαρτυρείται το λατ. <i>turris</i> «[[πύργος]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>tour</i>), το οποίο από τη Λατινική δανείστηκε και η Γερμανική (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>Turm</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 17 November 2024
English (LSJ)
German (Pape)
ἡ, auch τύρσις, ἡ, der Turm, lat. turris; Pind. παρὰ Κρόνου τύρσιν, Ol. 2.70; bes. Mauerturm od. Festungsturm, Befestigungswerk; eine mit Mauern befestigte Stadt, ein mit einer Mauer umgebenes Haus; τύρσεσιν Xen. Cyr. 7.5.10, An. 4.4.2, aber τύρσιος, 7.8.12 und oft; Sp.; vgl. Dion.Hal. 1.26.
Greek Monolingual
τύρσις και τύρρις, -εως, ἡ, Α
1. πύργος
2. πύργος τείχους, προμαχώνας
3. περιτειχισμένη πόλη ή οχυρωμένη οικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθανότατα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhergh- / dhŗgh- «κλειστός, συμπαγής» και συνδέεται με το ιλλυρικό τοπωνύμιο -dorgis (πρβλ. Βουδοργίς) και το περσ. τοπωνύμιο Τύρρα / τύρσα (από όπου τα εθνικά Τυρσηνοί και Tusci, πρβλ. Ετρούσκοι). Παράλληλα με το ελλ. τύρσις / τύρρις μαρτυρείται το λατ. turris «πύργος» (πρβλ. γαλλ. tour), το οποίο από τη Λατινική δανείστηκε και η Γερμανική (πρβλ. γερμ. Turm)].