δέργμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dergma
|Transliteration C=dergma
|Beta Code=de/rgma
|Beta Code=de/rgma
|Definition=-ατος, τό, ([[δέρκομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[look]], [[glance]], <b class="b3">κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος</b> looking the [[look]] of... [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''82, cf. E.''Med.''187, ect.<br><span class="bld">II</span> [[thing seen]], [[sight]], Orph.''L.''339.
|Definition=-ατος, τό, ([[δέρκομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[look]], [[glance]], <b class="b3">κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος</b> looking the [[look]] of... [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''82, cf. [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 187, ect.<br><span class="bld">II</span> [[thing seen]], [[sight]], Orph.''L.''339.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:45, 20 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέργμα Medium diacritics: δέργμα Low diacritics: δέργμα Capitals: ΔΕΡΓΜΑ
Transliteration A: dérgma Transliteration B: dergma Transliteration C: dergma Beta Code: de/rgma

English (LSJ)

-ατος, τό, (δέρκομαι)
A look, glance, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος looking the look of... A.Pers.82, cf. E.Med. 187, ect.
II thing seen, sight, Orph.L.339.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 mirada penetrante κυάνεον ... φονίου δράκοντος A.Pers.82, cf. Orph.L.339, τοκάδος δ. λεαίνης E.Med.187.
2 plu. ojos de mirada penetrante δεργμάτων κόραι E.Ph.660, cf. 870, Hec.1265, Hipp.1217.

German (Pape)

[Seite 548] τό, der Blick, Anblick, Aesch. Pers. 82; Eur. Hec. 1251 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
regard.
Étymologie: δέρκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέργμα -ατος, τό [δέρκομαι] blik.

Russian (Dvoretsky)

δέργμα: ατος τό взгляд, взор Aesch., Eur.

Greek Monolingual

δέργμα (-ατος), το (Α) δέρκομαι
1. το βλέμμα, η ματιά («κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος» — έχοντας το βλέμμα του δράκοντα)
2. αυτό που βλέπει κανείς, η θέα.

Greek Monotonic

δέργμα: -ατος, τό (δέρκομαι), ματιά, γρήγορο βλέμμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δέργμα: τό, (δέρκομαι) βλέμμα, “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος, ἔχων τὸ βλέμμα …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. ὡσαύτως δεργμός, οῦ, ὁ.

Middle Liddell

δέρκομαι
a look, glance, Aesch., Eur.