εὔδειπνος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eydeipnos | |Transliteration C=eydeipnos | ||
|Beta Code=eu)/deipnos | |Beta Code=eu)/deipnos | ||
|Definition= | |Definition=εὔδειπνον,<br><span class="bld">A</span> [[with goodly feasts]], <b class="b3">δαῖτες εὔ.</b> [[well-appointed]], [[sumptuous]] feasts, [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 200 (anap.).<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of departed souls to whom offerings were made (cf. [[εὐδειπνία]]), παρ' εὐδείπνοις ἔσῃ ἄτιμος ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός A.''Ch.''484; taken by some Gramm. as applied to the festival itself, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., ''EM''42.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] 1) wohl gespeis't, bei Aesch. Ch. 477 mit reichlichem Todtenopfer versehen. – 2) [[δαίς]], festliches, reichliches Mahl, Eur. Med. 100. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] 1) wohl gespeis't, bei Aesch. Ch. 477 mit reichlichem Todtenopfer versehen. – 2) [[δαίς]], festliches, reichliches Mahl, Eur. Med. 100. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[honoré par un repas de funérailles somptueux]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δεῖπνον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔδειπνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[получающий богатую погребальную жертву]]: εὔδειπνα [[ἔμπυρα]] Aesch. пышная тризна;<br /><b class="num">2</b> (о трапезе), [[богатый]], [[пышный]], [[роскошный]] (δαῖτες Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔδειπνος''': -ον, δαῖτες εὔδ., [[καλῶς]] κατηρτισμέναι εὐωχίαι, Εὐρ. Μήδ. 200. ΙΙ.ἐν Αἰσχύλ. Χο. 484, παρ’ εὐδείπνοις ἔσει ἄτιμος, σημαίνει παρὰ τοῖς νεκροῖς εἰς οὓς προσφέρουσι θυσίας οἱ ζῶντες θὰ εἶσαι ἄτιμος· ὁ Σχολιαστ. ἑρμηνεύει: «τῶν ἄλλων νεκρῶν μεταλαμβανόντων ἐναγισμῶν σὺ ἄτιμος ἔσει». Πρβλ. Φωτ. λεξ., Ἡσύχ. ἐν λ. καὶ μέγα Ἐτυμ. σ. 42, 3, ἐν λ. αἰώρα. | |lstext='''εὔδειπνος''': -ον, δαῖτες εὔδ., [[καλῶς]] κατηρτισμέναι εὐωχίαι, Εὐρ. Μήδ. 200. ΙΙ.ἐν Αἰσχύλ. Χο. 484, παρ’ εὐδείπνοις ἔσει ἄτιμος, σημαίνει παρὰ τοῖς νεκροῖς εἰς οὓς προσφέρουσι θυσίας οἱ ζῶντες θὰ εἶσαι ἄτιμος· ὁ Σχολιαστ. ἑρμηνεύει: «τῶν ἄλλων νεκρῶν μεταλαμβανόντων ἐναγισμῶν σὺ ἄτιμος ἔσει». Πρβλ. Φωτ. λεξ., Ἡσύχ. ἐν λ. καὶ μέγα Ἐτυμ. σ. 42, 3, ἐν λ. αἰώρα. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔδειπνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο [[δείπνο]] («εὔδειπνοι | |mltxt=[[εὔδειπνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο [[δείπνο]] («εὔδειπνοι δαῖτες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὔδειπνα</i><br />[[συμπόσιο]] [[προς]] τιμήν τών [[νεκρών]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ εὔδειπνοι</i><br />οι νεκροί [[προς]] τιμήν τών οποίων παρατίθεται [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δείπνον]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔδειπνος:''' -ον ([[δεῖπνον]]), αυτός που έχει πλούσια συμπόσια, σε Ευρ. | |lsmtext='''εὔδειπνος:''' -ον ([[δεῖπνον]]), αυτός που έχει πλούσια συμπόσια, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὔ-δειπνος, ον [[δεῖπνον]]<br />with [[goodly]] feasts, Eur. | |mdlsjtxt=εὔ-δειπνος, ον [[δεῖπνον]]<br />with [[goodly]] feasts, Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 20 December 2024
English (LSJ)
εὔδειπνον,
A with goodly feasts, δαῖτες εὔ. well-appointed, sumptuous feasts, E.Med. 200 (anap.).
II epithet of departed souls to whom offerings were made (cf. εὐδειπνία), παρ' εὐδείπνοις ἔσῃ ἄτιμος ἐμπύροισι κνισωτοῖς χθονός A.Ch.484; taken by some Gramm. as applied to the festival itself, Hsch., Phot., EM42.3.
German (Pape)
[Seite 1061] 1) wohl gespeis't, bei Aesch. Ch. 477 mit reichlichem Todtenopfer versehen. – 2) δαίς, festliches, reichliches Mahl, Eur. Med. 100.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
honoré par un repas de funérailles somptueux.
Étymologie: εὖ, δεῖπνον.
Russian (Dvoretsky)
εὔδειπνος:
1 получающий богатую погребальную жертву: εὔδειπνα ἔμπυρα Aesch. пышная тризна;
2 (о трапезе), богатый, пышный, роскошный (δαῖτες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔδειπνος: -ον, δαῖτες εὔδ., καλῶς κατηρτισμέναι εὐωχίαι, Εὐρ. Μήδ. 200. ΙΙ.ἐν Αἰσχύλ. Χο. 484, παρ’ εὐδείπνοις ἔσει ἄτιμος, σημαίνει παρὰ τοῖς νεκροῖς εἰς οὓς προσφέρουσι θυσίας οἱ ζῶντες θὰ εἶσαι ἄτιμος· ὁ Σχολιαστ. ἑρμηνεύει: «τῶν ἄλλων νεκρῶν μεταλαμβανόντων ἐναγισμῶν σὺ ἄτιμος ἔσει». Πρβλ. Φωτ. λεξ., Ἡσύχ. ἐν λ. καὶ μέγα Ἐτυμ. σ. 42, 3, ἐν λ. αἰώρα.
Greek Monolingual
εὔδειπνος, -ον (Α)
1. αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο δείπνο («εὔδειπνοι δαῖτες», Ευρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔδειπνα
συμπόσιο προς τιμήν τών νεκρών
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔδειπνοι
οι νεκροί προς τιμήν τών οποίων παρατίθεται δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δείπνον].
Greek Monotonic
εὔδειπνος: -ον (δεῖπνον), αυτός που έχει πλούσια συμπόσια, σε Ευρ.