ἐπιβαρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(c2)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0928.png Seite 928]] beschweren, belästigen, D. Hal. 4, 9 u. a. Sp.; τοῖς ἑτέρων ἀτυχήμασιν App. Syr. 38 Civ. 4, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0928.png Seite 928]] beschweren, belästigen, D. Hal. 4, 9 u. a. Sp.; τοῖς ἑτέρων ἀτυχήμασιν App. Syr. 38 Civ. 4, 15.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιβᾰρέω''': ([[ἐπίβαρυς]]) [[ἐπιβαρύνω]], [[καταβαρύνω]], ἐν τῷ Παθ., εἰσφοράς, δι’ ἃς oι πένητες ἐπιβαροῦνταί τε καὶ ἀναγκάζονται δανείσματα ποιεῖν Διον. Ἁλ. 4. 9· [[μετὰ]] δοτ., [[βαρέως]] [[πιέζω]] τινά, τοῖς ἠτυχηκόσι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 31, πρβλ. 15. καὶ 5. 107:- Μέσ., μέλλ. ἐπιβαρήσομαι, [[μετὰ]] παθ. σημασ. θα ἐπιβαρυνθῶ, ἔτι [[μᾶλλον]] ἐν τῷ πορίζειν τὸ [[ἀργύριον]] ἐπιβαρησομένων Διον. Ἁλ. 8. 73· ἀόρ. Παθ., ὑπὸ τῶν δανείων ἐπιβαρηθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 9, πρβλ. 52. Ὅρα τὸν διαλεχτικὸν τύπον ἐπιζαρέω.
}}
}}

Revision as of 09:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβαρέω Medium diacritics: ἐπιβαρέω Low diacritics: επιβαρέω Capitals: ΕΠΙΒΑΡΕΩ
Transliteration A: epibaréō Transliteration B: epibareō Transliteration C: epivareo Beta Code: e)pibare/w

English (LSJ)

   A weigh down: hence, be a burden to, τινά 1 Ep.Thess.2.9; overload, of food, τὸν ὄγκον Sor.1.108: c. dat., press heavily upon, τοῖς ἠτυχηκόσι App.BC4.31, cf. 15,5.107 :—Med., lay a burden on oneself, trouble oneself, c.inf., POxy.1481.12 (ii A.D.):— Pass., with fut. Med. ἐπιβαρήσομαι D.H.4.9,8.73; ὑπό τινος SIG 807.16 (Magn. Mae., i A.D.); ὑπὸ τῶν δανείων IG12(5).860.9 (Te nos).    2. Pass., of a bandage, to be found irksome, PMed.Lond.3.39. (Cf.ἐπιζαρέω.)

German (Pape)

[Seite 928] beschweren, belästigen, D. Hal. 4, 9 u. a. Sp.; τοῖς ἑτέρων ἀτυχήμασιν App. Syr. 38 Civ. 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβᾰρέω: (ἐπίβαρυς) ἐπιβαρύνω, καταβαρύνω, ἐν τῷ Παθ., εἰσφοράς, δι’ ἃς oι πένητες ἐπιβαροῦνταί τε καὶ ἀναγκάζονται δανείσματα ποιεῖν Διον. Ἁλ. 4. 9· μετὰ δοτ., βαρέως πιέζω τινά, τοῖς ἠτυχηκόσι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 31, πρβλ. 15. καὶ 5. 107:- Μέσ., μέλλ. ἐπιβαρήσομαι, μετὰ παθ. σημασ. θα ἐπιβαρυνθῶ, ἔτι μᾶλλον ἐν τῷ πορίζειν τὸ ἀργύριον ἐπιβαρησομένων Διον. Ἁλ. 8. 73· ἀόρ. Παθ., ὑπὸ τῶν δανείων ἐπιβαρηθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 9, πρβλ. 52. Ὅρα τὸν διαλεχτικὸν τύπον ἐπιζαρέω.