Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φωράω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(13_6b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1322.png Seite 1322]] dem Diebe od. dem Diebstahle nachspüren, Haussuchung halten, um einen Diebstahl zu entdecken, Ar. Ran. 1359 Nubb. 491; [[παρά]] τινι, Plat. Legg. XII, 954 a; den Dieb entdecken, auf der That ertappen, übh. eine verborgene Sache ausspüren, entdecken, τὰ πλεῖστα φωρῶν αἰσχρὰ φωράσεις βροτῶν Soph. frg. 732; κακὸς ἐφωράθη Eur. Or. 738, überführen; φωραθεῖεν τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκότες Dem. 45, 19; οὐκ ἂν ὁμοίως [[κλέπτης]] ὢν ἐφωρῶ 22, 71; [[ἀργύριον]] ἐφωράθη ἐξαγόμενον Xen. vect. 4, 21; πεφωραμένος ἐπὶ πράξει Pol. 5, 56, 15; Strat. 11 (XII, 13); Plut. Thes. 35 Rom. 3 u. öfter, u. a. Sp., ἐφωράθης τεθνεώς Luc. M. D. 20, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1322.png Seite 1322]] dem Diebe od. dem Diebstahle nachspüren, Haussuchung halten, um einen Diebstahl zu entdecken, Ar. Ran. 1359 Nubb. 491; [[παρά]] τινι, Plat. Legg. XII, 954 a; den Dieb entdecken, auf der That ertappen, übh. eine verborgene Sache ausspüren, entdecken, τὰ πλεῖστα φωρῶν αἰσχρὰ φωράσεις βροτῶν Soph. frg. 732; κακὸς ἐφωράθη Eur. Or. 738, überführen; φωραθεῖεν τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκότες Dem. 45, 19; οὐκ ἂν ὁμοίως [[κλέπτης]] ὢν ἐφωρῶ 22, 71; [[ἀργύριον]] ἐφωράθη ἐξαγόμενον Xen. vect. 4, 21; πεφωραμένος ἐπὶ πράξει Pol. 5, 56, 15; Strat. 11 (XII, 13); Plut. Thes. 35 Rom. 3 u. öfter, u. a. Sp., ἐφωράθης τεθνεώς Luc. M. D. 20, 4.
}}
{{ls
|lstext='''φωράω''': μέλλ. άσω [ᾱ]· (φώρ, [[φωρά]])· ― ἀναζητῶ κλέπτην ἢ κλοπιμαῖα, ἐρευνῶ οἰκίαν πρὸς ἀνακάλυψιν κλοπιμαίων, φωράσων ἔγωγ’ [[εἰσέρχομαι]] Ἀριστοφ. Νεφ. 499, πρβλ. Βατρ. 1363· φωρᾶν τι [[παρά]] τινι Πλάτ. Νόμ. 954Α κἑξ. 2) [[καθόλου]], [[ἀνακαλύπτω]], [[ἀνευρίσκω]], τὰ πλεῖστα φωρῶν αἰσχρὰ φωράσεις Σοφ. Ἀποσπ. 732· [[μετὰ]] μετοχ., φ. δρῶντά τι Πλάτ. Τίμ. 63C· φ. τινας ἐπιβουλεύσαντας Ἀριστ. Πολ. 5. 7, 2. ― Παθ., ἀνακαλύπτομαι, Δημ. 21. 3· πεφωραμένος ἐπὶ τοιαύτῃ πράξει Πολύβ. 5. 56, 15· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] μετοχ., φωραθῆναι τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκὼς Δημ. 1107. 4· [[κλέπτης]] ὢν ἐφωρῶ ὁ αὐτ. 615. 19· δείσας μὴ [[πάνυ]] φωραθῇ [[ἀδύνατος]] ὢν Θουκ. 8. 56· καὶ οὕτω, κακὸς [ὢν] ἐφωράθη φίλοις Εὐρ. Ὀρ. 740· μετ’ ἀπαρ., Ἑλληνικὸν [[εἶναι]] πεφ. Πλούτ. 2. 714D· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀργύριον]] μὲν γὰρ πῶς καὶ φωράσειεν ἄν τις τὸ δημόσιον ἐξαγόμενον, ὁμοίου τοῦ ἰδίου ὄντος αὐτῷ; Ξεν. Πόροι 4, 21.
}}
}}

Revision as of 09:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωράω Medium diacritics: φωράω Low diacritics: φωράω Capitals: ΦΩΡΑΩ
Transliteration A: phōráō Transliteration B: phōraō Transliteration C: forao Beta Code: fwra/w

English (LSJ)

fut. άσω [ᾱ] Ar.Nu. 499, etc.: (φώρ, φωρά):

   A search after a thief or theft, search a house to discover stolen goods, φωράσων ἔγωγ' εἰσέρχομαι Ar.l.c., cf. Ra.1363 (lyr.); φωρᾶν παρά τινι Pl.Lg.954a.    2 generally, detect, discover, τὰ πλεῖστα φωρῶν αἰσχρὰ φωράσεις S.Fr.853; οὐδένα ἄν τις φωράσαι τῶν . . καλουμένων δυνατῶν . . ῥητόρων ὅς οὐ . . Phld.Rh.2.247 S.: freq. c. part., ἀργύριον πῶς φωράσειεν ἄν τις ἐξαγόμενον; X.Vect.4.21; τοῦτο φ. δρῶντας ἡμᾶς Pl.Ti.63c; φ. τινὰς ἐπιβουλεύσαντας Arist.Pol.1306b30; ψεῦδος ὂν ἐφωράσαμεν Phld.Mus.p.55 K.: c. acc. et inf., τὸν Ἀχιλλέα ἐρᾶν πεφώρακας Philostr.Im.2.7:—Pass., to be detected, D.2.10; πεφωραμένος ἐπὶ τοιαύτῃ πράξει Plb.6.56.15; ὁ φωραθείς BGU1730.8 (i B. C.): mostly c. part., φωραθῆναι τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκώς D.45.19; κλέπτης ὢν φ. Id.22.71, cf. 21.41; εἴ τις φωραθείη φυτεύσας IG7.2226.28 (Thisbe, iii A. D.); ἀδύνατος ὢν φ. Th.8.56: also with Adjs., κακὸς (sc. ὤν) ἐφωράθη φίλοις E.Or.740 (troch.), cf. Jul.Or.2.62a: c. inf., Ἑλληνικὸν εἶναι πεφ. Plu.2.714d.

German (Pape)

[Seite 1322] dem Diebe od. dem Diebstahle nachspüren, Haussuchung halten, um einen Diebstahl zu entdecken, Ar. Ran. 1359 Nubb. 491; παρά τινι, Plat. Legg. XII, 954 a; den Dieb entdecken, auf der That ertappen, übh. eine verborgene Sache ausspüren, entdecken, τὰ πλεῖστα φωρῶν αἰσχρὰ φωράσεις βροτῶν Soph. frg. 732; κακὸς ἐφωράθη Eur. Or. 738, überführen; φωραθεῖεν τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκότες Dem. 45, 19; οὐκ ἂν ὁμοίως κλέπτης ὢν ἐφωρῶ 22, 71; ἀργύριον ἐφωράθη ἐξαγόμενον Xen. vect. 4, 21; πεφωραμένος ἐπὶ πράξει Pol. 5, 56, 15; Strat. 11 (XII, 13); Plut. Thes. 35 Rom. 3 u. öfter, u. a. Sp., ἐφωράθης τεθνεώς Luc. M. D. 20, 4.

Greek (Liddell-Scott)

φωράω: μέλλ. άσω [ᾱ]· (φώρ, φωρά)· ― ἀναζητῶ κλέπτην ἢ κλοπιμαῖα, ἐρευνῶ οἰκίαν πρὸς ἀνακάλυψιν κλοπιμαίων, φωράσων ἔγωγ’ εἰσέρχομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 499, πρβλ. Βατρ. 1363· φωρᾶν τι παρά τινι Πλάτ. Νόμ. 954Α κἑξ. 2) καθόλου, ἀνακαλύπτω, ἀνευρίσκω, τὰ πλεῖστα φωρῶν αἰσχρὰ φωράσεις Σοφ. Ἀποσπ. 732· μετὰ μετοχ., φ. δρῶντά τι Πλάτ. Τίμ. 63C· φ. τινας ἐπιβουλεύσαντας Ἀριστ. Πολ. 5. 7, 2. ― Παθ., ἀνακαλύπτομαι, Δημ. 21. 3· πεφωραμένος ἐπὶ τοιαύτῃ πράξει Πολύβ. 5. 56, 15· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ μετοχ., φωραθῆναι τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκὼς Δημ. 1107. 4· κλέπτης ὢν ἐφωρῶ ὁ αὐτ. 615. 19· δείσας μὴ πάνυ φωραθῇ ἀδύνατος ὢν Θουκ. 8. 56· καὶ οὕτω, κακὸς [ὢν] ἐφωράθη φίλοις Εὐρ. Ὀρ. 740· μετ’ ἀπαρ., Ἑλληνικὸν εἶναι πεφ. Πλούτ. 2. 714D· ― ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἀργύριον μὲν γὰρ πῶς καὶ φωράσειεν ἄν τις τὸ δημόσιον ἐξαγόμενον, ὁμοίου τοῦ ἰδίου ὄντος αὐτῷ; Ξεν. Πόροι 4, 21.