δῖνος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(13_6a)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0631.png Seite 631]] ὁ, 1) = [[δίνη]], Wirbel; [[αἰθέριος]] Ar. Nub. 379; Schwindel, Hippocr, vgl. [[σκοτοδινία]]; – eine Art Tanz, Schol. Il. 3, 391. – 2) nach Eust. u. E. M. ein Werkzeug der Drechsler, u. dah. ein großes rundgedrebtes Trinkgefäß, Ar. Vesp. 618, nach dem Schol. ἀγγεῖόν τι κεράμειον οἴνου, στρογγύλον [[κάτω]]; vgl. Ath. XI, 467 d, wo [[δεῖνος]] steht, Bei den Kyrenäern auch [[ποδονιπτήρ]]. – 3) die runde Dreschtenne, Ath. a. a. O., Ael. H. A. 2, 25, wie auch Xen. Oec. 18, 5 für [[δεινός]] zu schreiben; denn in den VLL. ist oft δεινέω u. ä. wegen des langen ι geschrieben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0631.png Seite 631]] ὁ, 1) = [[δίνη]], Wirbel; [[αἰθέριος]] Ar. Nub. 379; Schwindel, Hippocr, vgl. [[σκοτοδινία]]; – eine Art Tanz, Schol. Il. 3, 391. – 2) nach Eust. u. E. M. ein Werkzeug der Drechsler, u. dah. ein großes rundgedrebtes Trinkgefäß, Ar. Vesp. 618, nach dem Schol. ἀγγεῖόν τι κεράμειον οἴνου, στρογγύλον [[κάτω]]; vgl. Ath. XI, 467 d, wo [[δεῖνος]] steht, Bei den Kyrenäern auch [[ποδονιπτήρ]]. – 3) die runde Dreschtenne, Ath. a. a. O., Ael. H. A. 2, 25, wie auch Xen. Oec. 18, 5 für [[δεινός]] zu schreiben; denn in den VLL. ist oft δεινέω u. ä. wegen des langen ι geschrieben.
}}
{{ls
|lstext='''δῖνος''': ὁ, ὡς τὸ [[δίνη]], [[περιδίνησις]], [[περιστροφή]], ἣν κατὰ τὸν Ἀναξαγόραν ἐνεποίησεν ὁ [[νοῦς]], ὁ ῥυθμιστὴς τοῦ σύμπαντος, Κλήμ. Ἀλ. 435· τοῦτο ὑπαινιττόμενος ὁ Ἀριστοφ. λέγει ἐν Νεφ. 828, Δῖνος βασιλεύει, τὸν Δί’ ἐξεληλακώς, πρβλ. 380· πρβλ. Grote [[Πλάτων]]· 1. 59. 2) [[στρόβιλος]], Ἐπικ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105· -χορὸς [[ὅμοιος]] πρὸς τὸ νεώτερον waltz, Εὐστ. 1166. 10, Ἡσύχ. ΙΙ. [[σκοτοδινία]], [[σκότωσις]], Λατ. vertigo, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903. ΙΙΙ. ὁ κυκλοτερὴς [[χῶρος]], ἐν ᾧ οἱ βόες ἡλώνιζον τὸν σῖτον, [[ἁλώνιον]], Τελέσιλλα 2 Bgk., Ξεν. Οἰκ. 18, 5· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 179. IV. μέγα στρογγύλον [[ποτήριον]] (γραφόμενον [[ὡσαύτως]] καί [[δεῖνος]]), Ἀριστοφ. Σφηξ. 618· παρὰ τοῖς Κυρηναίοις = [[ποδανιπτήρ]], Ἀθήν. 467Ε.
}}
}}

Revision as of 09:19, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῖνος Medium diacritics: δῖνος Low diacritics: δίνος Capitals: ΔΙΝΟΣ
Transliteration A: dînos Transliteration B: dinos Transliteration C: dinos Beta Code: di=nos

English (LSJ)

ὁ,

   A like δίνη, whirling, rotation, such as Anaxagoras held to be the effect of νοῦς as the regulator of the Universe, Clem.Al.Strom.2.14 (pl.); personified, Δῖνος βασιλεύει τὸν Δί' ἐξεληλακώς Ar.Nu.828: generally, ὁ τοῦ κοσκίνου δ. Democr.164; σφενδόνης δ. Onos.17.    2 eddy, whirlpool, Epicur.Ep.2pp.38,47U., Arist.Pr.932a5, Plu.2.404f; δ. ἀπὸ τοῦ παντὸς ἀποκριθῆναι παντοίων εἰδέων Democr.167: metaph., δῖνοι ἡδυλόγου σοφίης cj. in Timo 67.4.    3 a dance, Hdn.Gr.2.492, Eust.1166.10.    II vertigo, Hp.VC11.    III round threshing-floor, Telesill.7, cj. in X.Oec.18.5.    IV round goblet, Ar.V.618, IG11(2).110 (Delos, iii B. C.), al. (cf. δεῖνος, which is freq. v. l. and is found in puns with δεινός, Apolloph.1, Arched.1.4).

German (Pape)

[Seite 631] ὁ, 1) = δίνη, Wirbel; αἰθέριος Ar. Nub. 379; Schwindel, Hippocr, vgl. σκοτοδινία; – eine Art Tanz, Schol. Il. 3, 391. – 2) nach Eust. u. E. M. ein Werkzeug der Drechsler, u. dah. ein großes rundgedrebtes Trinkgefäß, Ar. Vesp. 618, nach dem Schol. ἀγγεῖόν τι κεράμειον οἴνου, στρογγύλον κάτω; vgl. Ath. XI, 467 d, wo δεῖνος steht, Bei den Kyrenäern auch ποδονιπτήρ. – 3) die runde Dreschtenne, Ath. a. a. O., Ael. H. A. 2, 25, wie auch Xen. Oec. 18, 5 für δεινός zu schreiben; denn in den VLL. ist oft δεινέω u. ä. wegen des langen ι geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

δῖνος: ὁ, ὡς τὸ δίνη, περιδίνησις, περιστροφή, ἣν κατὰ τὸν Ἀναξαγόραν ἐνεποίησεν ὁ νοῦς, ὁ ῥυθμιστὴς τοῦ σύμπαντος, Κλήμ. Ἀλ. 435· τοῦτο ὑπαινιττόμενος ὁ Ἀριστοφ. λέγει ἐν Νεφ. 828, Δῖνος βασιλεύει, τὸν Δί’ ἐξεληλακώς, πρβλ. 380· πρβλ. Grote Πλάτων· 1. 59. 2) στρόβιλος, Ἐπικ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105· -χορὸς ὅμοιος πρὸς τὸ νεώτερον waltz, Εὐστ. 1166. 10, Ἡσύχ. ΙΙ. σκοτοδινία, σκότωσις, Λατ. vertigo, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903. ΙΙΙ. ὁ κυκλοτερὴς χῶρος, ἐν ᾧ οἱ βόες ἡλώνιζον τὸν σῖτον, ἁλώνιον, Τελέσιλλα 2 Bgk., Ξεν. Οἰκ. 18, 5· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 179. IV. μέγα στρογγύλον ποτήριον (γραφόμενον ὡσαύτως καί δεῖνος), Ἀριστοφ. Σφηξ. 618· παρὰ τοῖς Κυρηναίοις = ποδανιπτήρ, Ἀθήν. 467Ε.