σύσπαστος: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
(c2) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] zusammtengezogen, zusammenzuziehen, was sich zusammenziehen läßt, βαλάντια, Plat. Conv. 190 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] zusammtengezogen, zusammenzuziehen, was sich zusammenziehen läßt, βαλάντια, Plat. Conv. 190 e. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύσπαστος''': -ον, ἢ συσπαστός, όν, (Λοβεκ. Παραλ. 490), ὁ συσπώμενος, ὁ κλειόμενος διὰ συσπάσεως, πεποιημένος [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ συσπᾶται, νὰ σουφρώνεται, νὰ μαζώνεται, [[βαλλάντιον]] Πλάτ. Συμπ. 190Ε· ὡς τὰ συσπαστὰ βαλλάντια Ἀθήν. 783F· - τοιαῦτα βαλλάντια [[εἶναι]] καὶ νῦν ἐν χρήσει παρ’ ἡμῖν· κομψευόμεναι δὲ γυναῖκες ἐξαρτῶσι τοιαῦτα βαλλάντια ἐκ τῆς ζώνης, - σ. ἐγχειρίδιον, οὗ [[χρῆσις]] ἐγίνετο ἐπὶ τῆς σκηνῆς, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ λεπὶς ὑπεχώρει καὶ εἰσεδύετο εἰς τὴν λαβήν, [[οἷον]] τὸ [[ξίφος]] οὗ [[χρῆσις]] ἐγίνετο ἐν τῇ παραστάσει τοῦ Αἴαντος (815 κἑξ.)· «συσπαστόν· τῶν τραγικῶν τι ἐγχειρίδιον ἐκαλεῖτο, ὡς Πολέμων (Ἀποσπ. 95) φησί, τὸ συντρέχον, ἐν Αἴαντος ὑποκρίσει» Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:22, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, or συσπαστός, όν,
A capable of being drawn together, closed by drawing together, βαλλάντια Pl.Smp.190e, Gal.2.424, Ath. 11.783f; σ. ἐγχειρίδιον a stage-dagger, the blade of which runs back into the hilt, such as was used in the Ajax (815 sq.), Polem.Hist.95.
German (Pape)
[Seite 1042] zusammtengezogen, zusammenzuziehen, was sich zusammenziehen läßt, βαλάντια, Plat. Conv. 190 e.
Greek (Liddell-Scott)
σύσπαστος: -ον, ἢ συσπαστός, όν, (Λοβεκ. Παραλ. 490), ὁ συσπώμενος, ὁ κλειόμενος διὰ συσπάσεως, πεποιημένος οὕτως ὥστε νὰ συσπᾶται, νὰ σουφρώνεται, νὰ μαζώνεται, βαλλάντιον Πλάτ. Συμπ. 190Ε· ὡς τὰ συσπαστὰ βαλλάντια Ἀθήν. 783F· - τοιαῦτα βαλλάντια εἶναι καὶ νῦν ἐν χρήσει παρ’ ἡμῖν· κομψευόμεναι δὲ γυναῖκες ἐξαρτῶσι τοιαῦτα βαλλάντια ἐκ τῆς ζώνης, - σ. ἐγχειρίδιον, οὗ χρῆσις ἐγίνετο ἐπὶ τῆς σκηνῆς, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ λεπὶς ὑπεχώρει καὶ εἰσεδύετο εἰς τὴν λαβήν, οἷον τὸ ξίφος οὗ χρῆσις ἐγίνετο ἐν τῇ παραστάσει τοῦ Αἴαντος (815 κἑξ.)· «συσπαστόν· τῶν τραγικῶν τι ἐγχειρίδιον ἐκαλεῖτο, ὡς Πολέμων (Ἀποσπ. 95) φησί, τὸ συντρέχον, ἐν Αἴαντος ὑποκρίσει» Ἡσύχ.