σκυτάλιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(c1)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0908.png Seite 908]] τό, dim. von [[σκύταλον]]; Ar. Av. 1283; Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0908.png Seite 908]] τό, dim. von [[σκύταλον]]; Ar. Av. 1283; Diosc.
}}
{{ls
|lstext='''σκῠτάλιον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ σκύτᾰλον, μικρὰ [[ῥάβδος]], [[ῥαβδίον]], σκυτάλι’ ἐφόρουν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1283, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. σημειοῖ τὴν ἐξαιρετικὴν ποσότητα σκυτᾱ΄λι’ ἐφόρουν, μνημονεύων τὸ τοῦ Νικοφ. ἐν «Ἀφρ.» (2) ὡς ἕτερον [[παράδειγμα]]· ὁ Πόρσ. [[ὅμως]] ἀμφέβαλλε καὶ προὔτεινε τὴν γραφὴν ἐσκῠτᾰλιοφόρουν παρ’ Ἀριστοφ. [[ἔνθα]] ἀνωτ.· ἴδε [[ὡσαύτως]] Μeineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 848. 2) σωληνίσκος, [[αὐλός]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 82. 3) [[μοχλός]], λαβὴ πρὸς στροφὴν τοῦ κυλίνδρου γεράνου, κλπ., Ἥρων Πνευμ. 230Α. ΙΙ. [[ὄνομα]] φυτοῦ, = κοτυληδὼν 5, Διοσκ. 4. 92.
}}
}}

Revision as of 09:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠτᾰλιον Medium diacritics: σκυτάλιον Low diacritics: σκυτάλιον Capitals: ΣΚΥΤΑΛΙΟΝ
Transliteration A: skytálion Transliteration B: skytalion Transliteration C: skytalion Beta Code: skuta/lion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκύτᾰλον,

   A little staff, baton, σκυτάλι' ἐφόρουν Ar.Av.1283, where the Sch. remarks on the exceptional quantity σκυτᾱλι' ἐφόρουν, quoting Fr. 422 (where it may well be short), Nicopho 2, and other examples; ἐσκῠτᾰλιοφόρουν Porson.    2 little pipe, flute, Poll.4.82, and perh. so in Thphr.HP4.4.12.    3 lever, handle for turning a windlass, etc., Hero Spir.1.43; support, Orib.49.4.41.    4 cog, tooth, on a wheel, Hero Dioptr.34 (pl.).    5 dub. sens., σφαιρίον σ. οὐκ ἔχον BCH29.546 (Delos, ii B.C.).    II = κοτυληδών 5, Dsc.4.91.

German (Pape)

[Seite 908] τό, dim. von σκύταλον; Ar. Av. 1283; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτάλιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ σκύτᾰλον, μικρὰ ῥάβδος, ῥαβδίον, σκυτάλι’ ἐφόρουν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1283, ἔνθα ὁ Σχολ. σημειοῖ τὴν ἐξαιρετικὴν ποσότητα σκυτᾱ΄λι’ ἐφόρουν, μνημονεύων τὸ τοῦ Νικοφ. ἐν «Ἀφρ.» (2) ὡς ἕτερον παράδειγμα· ὁ Πόρσ. ὅμως ἀμφέβαλλε καὶ προὔτεινε τὴν γραφὴν ἐσκῠτᾰλιοφόρουν παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθα ἀνωτ.· ἴδε ὡσαύτως Μeineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 848. 2) σωληνίσκος, αὐλός, Πολυδ. Δ΄, 82. 3) μοχλός, λαβὴ πρὸς στροφὴν τοῦ κυλίνδρου γεράνου, κλπ., Ἥρων Πνευμ. 230Α. ΙΙ. ὄνομα φυτοῦ, = κοτυληδὼν 5, Διοσκ. 4. 92.