χονδρώδης: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(c2) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1364.png Seite 1364]] ες, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, -ähnlich, Arist. H. A. 1, 12. 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1364.png Seite 1364]] ες, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, -ähnlich, Arist. H. A. 1, 12. 16. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χονδρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς χόνδρους ἢ χονδροαλεσμένον [[ἄλευρον]], ἐκ χόνδρων ἢ [[κόκκων]] ἀποτελούμενος, Ἱππ. 585, 33, Ἀθήν. 115D. ΙΙ. [[ὅμοιος]] πρὸς [[χόνδρον]] τοῦ σώματος Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 12, 1., 1. 16, 13, Περὶ Ζῴων Μορ. 2. 9, 6, κ. ἀλλ.· [[ἐναντίον]] τοῦ [[νευρώδης]], [[ὀστώδης]] ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 1, 46· τὸ χονδρῶδες, τὸ [[μέρος]] τὸ ἐκ χόνδρων συγκείμενον, [[αὐτόθι]] 4. 1, 22. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 5 August 2017
English (LSJ)
ες,
A like groats, granular, f.l. in Hp.Nat.Mul.105 (leg. χονδροτέρα). II like gristle, cartilaginous, Id.Mochl.1, Arist. HA493a7, 524b27 (Comp.), PA654b25, Aret.SD1.9, al.; opp. νευρώδης, ὀστώδης, Arist.HA500b20; χονδρώδη, τά, the swimmerets of crayfish, ib.549a25.
German (Pape)
[Seite 1364] ες, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, -ähnlich, Arist. H. A. 1, 12. 16.
Greek (Liddell-Scott)
χονδρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χόνδρους ἢ χονδροαλεσμένον ἄλευρον, ἐκ χόνδρων ἢ κόκκων ἀποτελούμενος, Ἱππ. 585, 33, Ἀθήν. 115D. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς χόνδρον τοῦ σώματος Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 12, 1., 1. 16, 13, Περὶ Ζῴων Μορ. 2. 9, 6, κ. ἀλλ.· ἐναντίον τοῦ νευρώδης, ὀστώδης ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 1, 46· τὸ χονδρῶδες, τὸ μέρος τὸ ἐκ χόνδρων συγκείμενον, αὐτόθι 4. 1, 22.