προοιμιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] dep. med., = [[φροιμιάζομαι]], ein Vorspiel, eine Vorrede, einen Anfang machen, bevorworten, einleiten; περὶ οὗ [[πάλαι]] τοσαῦτα [[προοιμιάζομαι]], Plat. Lach. 178 b; προοιμιασάμεθα, Legg. IV, 724 a; λέγειν ἀρχόμενος ὧδε προοιμιάσεται, Xen. Mem. 4, 3, 2; Folgde; das perf. πεπροοιμίασται hat Luc. Nigr. 10 in passiver Bdtg.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] dep. med., = [[φροιμιάζομαι]], ein Vorspiel, eine Vorrede, einen Anfang machen, bevorworten, einleiten; περὶ οὗ [[πάλαι]] τοσαῦτα [[προοιμιάζομαι]], Plat. Lach. 178 b; προοιμιασάμεθα, Legg. IV, 724 a; λέγειν ἀρχόμενος ὧδε προοιμιάσεται, Xen. Mem. 4, 3, 2; Folgde; das perf. πεπροοιμίασται hat Luc. Nigr. 10 in passiver Bdtg.
}}
{{ls
|lstext='''προοιμιάζομαι''': μέλλ. -άσομαι· πρκμ. πεπροοιμίασμαι Λουκ. Νιγρῖν. 10· ― παρὰ τοῖς τραγ. συνῃρ. [[φροιμιάζομαι]]· ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι παρ’ Ἀριστ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις· ἀόρ. ἐφροιμιασάμην Ἀριστ. Ποιητ. 24, 14· πεφροιμίασμαι ἐπὶ παθ. σημασ., ἰδὲ κατωτ.: ἀποθ. Κάμνω [[προοίμιον]] ἢ πρόλογον, λατ. prooemior, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1354, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 4, Πλάτ. Νόμ. 723C· πρ. μακρῶς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11, πρβλ. 3. 14, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[λέγω]] ἐν εἴδει προοιμίου, προοιμιαζόμενος [[λέγω]], τὶ φροιμιάζει νεοχνόν; Εὐρ. Ι. Τ. 1162· περὶ οὗ τοσαῦτα [[προοιμιάζομαι]] Πλάτ. Λάχ. 178F· τούτους… [[φροιμιάζομαι]] θεούς, ἄρχομαι ἐπικαλούμενος αὐτούς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 20· [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, φρ. τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 1, 13· δάκρυσι Θεμίστ. 173D· ― ὁ πρκμ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, πεφροιμίασται τά νῦν εἰρημένα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 1· [[ταῦτα]] ἔστω πεφροιασμένα [[αὐτόθι]] 7. 1, 13· πεφροιμιάσθω τοσαῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 8· ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 5. 2) μεταφορ., [[ἐγκαινίζω]], τὴν βασιλείαν φόνῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπ.· πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 531. 49. ― Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἀνθ. Π. 1. 114, Μεθόδ. 407D.
}}
}}

Revision as of 09:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοιμιάζομαι Medium diacritics: προοιμιάζομαι Low diacritics: προοιμιάζομαι Capitals: ΠΡΟΟΙΜΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prooimiázomai Transliteration B: prooimiazomai Transliteration C: prooimiazomai Beta Code: prooimia/zomai

English (LSJ)

pf.

   A πεπροοιμίασμαι Luc.Nigr.10:—in Trag. contr. φροιμιάζομαι: both forms occur in Arist. and later Prose: aor. ἐφροιμιασάμην Arist.Po.1460a10: pf. πεφροιμίασμαι in pass. sense (v. infr.):—make a prelude, preamble, or preface, A.Ag.1354, X.Mem. 4.2.5, Pl.Lg.723c; π. μακρῶς Arist.Rh.1416b33, cf. 1415b24, Phld. Rh.1.56S., al.    II c.acc., say by way of preface, premise, τί φροιμιάζῃ νεοχμόν; E.IT1162; περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Pl.La.179a, cf. Thphr.Char.Praef.4; τούτους . . φροιμιάζομαι θεούς begin by invoking them, A.Eu.20: c.dat.modi, δάκρυσι Them.Or.13.173d: pf. in pass. sense, πεφροιμίασται τὰ νῦν εἰρημένα Arist.Pol.1325b33; ταῦτα ἔστω πεφροιμιασμένα τῷ λόγῳ ib.1323b37; πεφροιμιάσθω ταῦτα Id.EN 1095a12; ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις Id.Metaph.995b5.    2 begin, ἐντεῦθεν Them.Or.9.120c: metaph., inaugurate, τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ J.BJ2.6.2, cf. D.S.36.2.

German (Pape)

[Seite 737] dep. med., = φροιμιάζομαι, ein Vorspiel, eine Vorrede, einen Anfang machen, bevorworten, einleiten; περὶ οὗ πάλαι τοσαῦτα προοιμιάζομαι, Plat. Lach. 178 b; προοιμιασάμεθα, Legg. IV, 724 a; λέγειν ἀρχόμενος ὧδε προοιμιάσεται, Xen. Mem. 4, 3, 2; Folgde; das perf. πεπροοιμίασται hat Luc. Nigr. 10 in passiver Bdtg.

Greek (Liddell-Scott)

προοιμιάζομαι: μέλλ. -άσομαι· πρκμ. πεπροοιμίασμαι Λουκ. Νιγρῖν. 10· ― παρὰ τοῖς τραγ. συνῃρ. φροιμιάζομαι· ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι παρ’ Ἀριστ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις· ἀόρ. ἐφροιμιασάμην Ἀριστ. Ποιητ. 24, 14· πεφροιμίασμαι ἐπὶ παθ. σημασ., ἰδὲ κατωτ.: ἀποθ. Κάμνω προοίμιον ἢ πρόλογον, λατ. prooemior, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1354, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 4, Πλάτ. Νόμ. 723C· πρ. μακρῶς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11, πρβλ. 3. 14, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., λέγω ἐν εἴδει προοιμίου, προοιμιαζόμενος λέγω, τὶ φροιμιάζει νεοχνόν; Εὐρ. Ι. Τ. 1162· περὶ οὗ τοσαῦτα προοιμιάζομαι Πλάτ. Λάχ. 178F· τούτους… φροιμιάζομαι θεούς, ἄρχομαι ἐπικαλούμενος αὐτούς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 20· μετὰ δοτ. τρόπου, φρ. τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 1, 13· δάκρυσι Θεμίστ. 173D· ― ὁ πρκμ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, πεφροιμίασται τά νῦν εἰρημένα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 1· ταῦτα ἔστω πεφροιασμένα αὐτόθι 7. 1, 13· πεφροιμιάσθω τοσαῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 8· ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 5. 2) μεταφορ., ἐγκαινίζω, τὴν βασιλείαν φόνῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπ.· πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 531. 49. ― Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἀνθ. Π. 1. 114, Μεθόδ. 407D.