μωρία: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(13_5) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0226.png Seite 226]] ἡ, die Thorheit, Dummheit; Aesch. Ag. 1655; τἄπη μωρίας πολλῆς πλέα, Soph. Ai. 732; ἄνδρα μωρίας [[πλέων]], 1129; μωρίαν [[ὀφλισκάνω]], Ant. 466 (s. das verb.); Eur. oft; μωρίη πολλὴ λέγειν τοῦτο, Her. 1, 146; ἐδόκει [[μωρία]] εἶναι [[ταῦτα]], Thuc. 5, 41; πολλὴ [[μωρία]], Plat. Prot. 317 a; καὶ [[ἀλογία]], Epinom. 983 e; bei den Folgdn überall. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0226.png Seite 226]] ἡ, die Thorheit, Dummheit; Aesch. Ag. 1655; τἄπη μωρίας πολλῆς πλέα, Soph. Ai. 732; ἄνδρα μωρίας [[πλέων]], 1129; μωρίαν [[ὀφλισκάνω]], Ant. 466 (s. das verb.); Eur. oft; μωρίη πολλὴ λέγειν τοῦτο, Her. 1, 146; ἐδόκει [[μωρία]] εἶναι [[ταῦτα]], Thuc. 5, 41; πολλὴ [[μωρία]], Plat. Prot. 317 a; καὶ [[ἀλογία]], Epinom. 983 e; bei den Folgdn überall. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μωρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, (μῶρος) ὡς καὶ νῦν, [[ἀνοησία]], [[ἀφροσύνη]], Ἡρόδ. 1. 146· μωρίας [[πλέως]] Σοφ. Αἴ 1150, πρβλ. 745· μωρίην [[ἐπιφέρω]] τινί, ἀποδίδω ἀνοησίαν εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 131· μωρίαν [[ὀφλισκάνω]], κατηγοροῦμαι ὡς [[μωρός]], Σοφ. Ἀντ. 470, Εὐρ. Μήδ. 1227· ἐδόκει [[μωρία]] [[εἶναι]] [[ταῦτα]] Θουκ. 5. 41· μωρίᾳ φιλονικεῖν, ἀνοήτως, μωρῶς, ὁ αὐτ. 4. 64· τῆς μωρίας! τί [[μωρία]]! Ἀριστοφ. Νεφ. 818, Ἐκκλ. 787· εἰς τοῦτο ἀφῖχθε μωρίας Δημ. 124. 24. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μωρίαι]]· ἁμαρτίαι». | |||
}} | }} |
Revision as of 09:37, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, (μῶρος)
A folly, Hdt.1.146; μωρίας πλέως S.Aj.1150, cf. 745; μωρίην ἐπιφέρειν τισί to impute folly to them, Hdt.1.131; μωρίαν ὀφλισκάνειν to be charged with it, S. Ant.470; ἐδόκει μ. εἶναι ταῦτα Th.5.41; μωρίᾳ φιλονικεῖν foolishly, Id.4.64; τῆς μ. what folly! Ar.Nu.818, Ec.787; εἰς τοῦτ' ἀφῖχθε μωρίας D.9.54; πολλὴ μ. τοῦ διανοήματος Pl.Lg.818d; of illicit love, E.Hipp. 644, Ion545.
German (Pape)
[Seite 226] ἡ, die Thorheit, Dummheit; Aesch. Ag. 1655; τἄπη μωρίας πολλῆς πλέα, Soph. Ai. 732; ἄνδρα μωρίας πλέων, 1129; μωρίαν ὀφλισκάνω, Ant. 466 (s. das verb.); Eur. oft; μωρίη πολλὴ λέγειν τοῦτο, Her. 1, 146; ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα, Thuc. 5, 41; πολλὴ μωρία, Plat. Prot. 317 a; καὶ ἀλογία, Epinom. 983 e; bei den Folgdn überall.
Greek (Liddell-Scott)
μωρία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μῶρος) ὡς καὶ νῦν, ἀνοησία, ἀφροσύνη, Ἡρόδ. 1. 146· μωρίας πλέως Σοφ. Αἴ 1150, πρβλ. 745· μωρίην ἐπιφέρω τινί, ἀποδίδω ἀνοησίαν εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 131· μωρίαν ὀφλισκάνω, κατηγοροῦμαι ὡς μωρός, Σοφ. Ἀντ. 470, Εὐρ. Μήδ. 1227· ἐδόκει μωρία εἶναι ταῦτα Θουκ. 5. 41· μωρίᾳ φιλονικεῖν, ἀνοήτως, μωρῶς, ὁ αὐτ. 4. 64· τῆς μωρίας! τί μωρία! Ἀριστοφ. Νεφ. 818, Ἐκκλ. 787· εἰς τοῦτο ἀφῖχθε μωρίας Δημ. 124. 24. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μωρίαι· ἁμαρτίαι».