κατάτεχνος: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(13_2)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1385.png Seite 1385]] kunstvoll; [[κίνημα]] κατατεχνότατον Philodem. 21 (V, 132), verkünstelt; Ar. Av. 920; [[λόγος]] Plut. de prof. virt. p. 252.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1385.png Seite 1385]] kunstvoll; [[κίνημα]] κατατεχνότατον Philodem. 21 (V, 132), verkünstelt; Ar. Av. 920; [[λόγος]] Plut. de prof. virt. p. 252.
}}
{{ls
|lstext='''κατάτεχνος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[τεχνικός]], [[λίαν]] [[ἔντεχνος]], [[κίνημα]] κατατεχνότατον Ἀνθ. Π. 5. 132· [[λόγος]] πανηγυρικὸς καὶ κ., τὸ πικρὸν καὶ κ. τῆς [[ἑαυτοῦ]] κατασκευῆς Πλουτ. 2. 78Β· τὰ κ. ποικίλα [[μέλη]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 920· ἀλλ’ ὁ Σουΐδ. ἐν λ. παρθενεῖα, ἀνεγίνωσκε, κακότεχνα· ἐπίθ. Καλλιμάχου τοῦ γλύπτου, Βιτρούβ. 4. 1, 10· ἀλλὰ πρβλ. [[κακιζότεχνος]].
}}
}}

Revision as of 09:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάτεχνος Medium diacritics: κατάτεχνος Low diacritics: κατάτεχνος Capitals: ΚΑΤΑΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: katátechnos Transliteration B: katatechnos Transliteration C: katatechnos Beta Code: kata/texnos

English (LSJ)

ον,

   A artificial, κίνημα (v.l. κακο-) AP5.131 (Phld., Sup.); τὸ κ. Plu.2.79b; epith. of Callimachus the sculptor, Vitr.4.1.10codd. (sed leg. κατατηξίτεχνος); cf. κακιζότεχνος.

German (Pape)

[Seite 1385] kunstvoll; κίνημα κατατεχνότατον Philodem. 21 (V, 132), verkünstelt; Ar. Av. 920; λόγος Plut. de prof. virt. p. 252.

Greek (Liddell-Scott)

κατάτεχνος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν τεχνικός, λίαν ἔντεχνος, κίνημα κατατεχνότατον Ἀνθ. Π. 5. 132· λόγος πανηγυρικὸς καὶ κ., τὸ πικρὸν καὶ κ. τῆς ἑαυτοῦ κατασκευῆς Πλουτ. 2. 78Β· τὰ κ. ποικίλα μέλη Ἀριστοφ. Ὄρν. 920· ἀλλ’ ὁ Σουΐδ. ἐν λ. παρθενεῖα, ἀνεγίνωσκε, κακότεχνα· ἐπίθ. Καλλιμάχου τοῦ γλύπτου, Βιτρούβ. 4. 1, 10· ἀλλὰ πρβλ. κακιζότεχνος.