ἀτρέκεια: Difference between revisions
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(13_4) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0388.png Seite 388]] ἡ, ion. -ηΐη u. -ΐη, Zuderlässigkeit, ausgemachte Wahrheit, Her. τῆς ἀποστάσιος 4, 152. 6, 1, der wahre Hergang u. Zusammenhang; auch Arr. An. 6, 25, 1. Bei Pind. Ol. 11, 13 personificirt: Gerechtigkeit. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0388.png Seite 388]] ἡ, ion. -ηΐη u. -ΐη, Zuderlässigkeit, ausgemachte Wahrheit, Her. τῆς ἀποστάσιος 4, 152. 6, 1, der wahre Hergang u. Zusammenhang; auch Arr. An. 6, 25, 1. Bei Pind. Ol. 11, 13 personificirt: Gerechtigkeit. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀτρέκεια''': ἡ, Ἰων. ἀτρεκηΐη, ἀτρεκίη ἢ ἀτρεκείη, ἴδε Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. ΙΧ: ([[ἀτρεκής]]): ― πραγματικότης, ἀκριβὴς [[ἀλήθεια]], [[βεβαιότης]], Πινδ. Ἀποσπ. 232. 4· τῶν [[ἡμεῖς]] ἀτρεκείην [[ἴδμεν]], τὴν ἀκριβῆ ἀλήθειαν, τὴν ἀκριβῆ κατάστασιν, Ἡρόδ. 4. 152., 6. 1· μαθεῖν δὲ αὐτὸς οὕτω τὴν ἀτρεκηΐην ὅτι οὐκ αἰρέει τὸ Ἄργος [[αὐτόθι]] 82, πρβλ. Ἐπιγρ. Κερκύρας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 2· κατὰ πληθ. Ἱππ. Προρρητ. 84· ἴδε ἀτρεκὴς ἐν τέλ. ΙΙ. Ἀτρέκεια, Δικαιοσύνη, νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων Πινδ. Ο. 10 (11). 17. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:47, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, Ion. ἀτρεκ-είη, also ἀτρεκίη Man.3.229: (ἀτρεκής):—
A precise truth, certainty, Pi.Fr.213.4; τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν Hdt.4.152, cf. 6.1; μαθεῖν . . τὴν ἀ. ὅτι οὐκ αἱρέει learnt for certain that he is unable to take it, ib.82, cf. IG9(1).880 (Corc.): in pl., τὰς -ας τὰς λεγομένας Hp.Prorrh.2.3. II Ἀτρέκεια personified, Strict Justice, Pi. O.10(11).13, E.Fr.91.
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, ion. -ηΐη u. -ΐη, Zuderlässigkeit, ausgemachte Wahrheit, Her. τῆς ἀποστάσιος 4, 152. 6, 1, der wahre Hergang u. Zusammenhang; auch Arr. An. 6, 25, 1. Bei Pind. Ol. 11, 13 personificirt: Gerechtigkeit.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρέκεια: ἡ, Ἰων. ἀτρεκηΐη, ἀτρεκίη ἢ ἀτρεκείη, ἴδε Δινδ. Διαλ. Ἡροδ. σ. ΙΧ: (ἀτρεκής): ― πραγματικότης, ἀκριβὴς ἀλήθεια, βεβαιότης, Πινδ. Ἀποσπ. 232. 4· τῶν ἡμεῖς ἀτρεκείην ἴδμεν, τὴν ἀκριβῆ ἀλήθειαν, τὴν ἀκριβῆ κατάστασιν, Ἡρόδ. 4. 152., 6. 1· μαθεῖν δὲ αὐτὸς οὕτω τὴν ἀτρεκηΐην ὅτι οὐκ αἰρέει τὸ Ἄργος αὐτόθι 82, πρβλ. Ἐπιγρ. Κερκύρας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 2· κατὰ πληθ. Ἱππ. Προρρητ. 84· ἴδε ἀτρεκὴς ἐν τέλ. ΙΙ. Ἀτρέκεια, Δικαιοσύνη, νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων Πινδ. Ο. 10 (11). 17.