ἀράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(13_7_1)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0344.png Seite 344]] von jeder heftigen Bewegung eines Körpers gegen den andern, wodurch ein Ton od. Geräusch hervorgebracht wird; Hom. nur in composs., z. B. Od. 9, 498 σύν κεν ἄραξε, 5, 426 σὺν δ' ὀστέ' ἀράχθη; Iliad. 16, 324 ἀπὸ δ' [[ὀστέον]] ἄραξεν; – ἀράσσεσκον ὁπλαῖς χθόνα, die Stiere stampften die Erde, Pind. P. 4, 226; schlagen, Aesch. Prom. 58; στέρνα Pers. 1011; ὄψεις Soph. Ant. 52; ἀραχθὲν [[ἕλκος]] 961, zw.; χειρὶ [[κρᾶτα]] Eur. Tr. 1235; πέτραις, mit Steinen werfen, I. T. 327, λίθοις Dion. Hal. 1, 79; πρὸς τὸ ἤδαφος. zu Boden schmettern; πρὸς τὰς πέτρας ἀράσσεσθαι Her. 6, 44; θύρας, an die Thür pochen, Anacr. 31, 8; πύλας Eur. I. T. 1308; πύλαν ἀραξεῖ Theocr. 2, 160; ἄῤῥαξε 2. 6; λύραν, die Lyra schlagen, spielen; [[μέλος]], ein Lied spielen, Sp.; ὕμνον Nonn. D. 1, 15; ἦχον 10, 223; ἀρ. κακοῖς, ὀνείδεσι, mit Schmähungen werfen, Soph. Ai. 712 Phil. 374. – Pass., mit Geräusch an einander stoßen, ἡ [[αὔλειος]] ἠράσσετο. das Hofthor wurde aufgerissen, Luc. D. Mer. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0344.png Seite 344]] von jeder heftigen Bewegung eines Körpers gegen den andern, wodurch ein Ton od. Geräusch hervorgebracht wird; Hom. nur in composs., z. B. Od. 9, 498 σύν κεν ἄραξε, 5, 426 σὺν δ' ὀστέ' ἀράχθη; Iliad. 16, 324 ἀπὸ δ' [[ὀστέον]] ἄραξεν; – ἀράσσεσκον ὁπλαῖς χθόνα, die Stiere stampften die Erde, Pind. P. 4, 226; schlagen, Aesch. Prom. 58; στέρνα Pers. 1011; ὄψεις Soph. Ant. 52; ἀραχθὲν [[ἕλκος]] 961, zw.; χειρὶ [[κρᾶτα]] Eur. Tr. 1235; πέτραις, mit Steinen werfen, I. T. 327, λίθοις Dion. Hal. 1, 79; πρὸς τὸ ἤδαφος. zu Boden schmettern; πρὸς τὰς πέτρας ἀράσσεσθαι Her. 6, 44; θύρας, an die Thür pochen, Anacr. 31, 8; πύλας Eur. I. T. 1308; πύλαν ἀραξεῖ Theocr. 2, 160; ἄῤῥαξε 2. 6; λύραν, die Lyra schlagen, spielen; [[μέλος]], ein Lied spielen, Sp.; ὕμνον Nonn. D. 1, 15; ἦχον 10, 223; ἀρ. κακοῖς, ὀνείδεσι, mit Schmähungen werfen, Soph. Ai. 712 Phil. 374. – Pass., mit Geräusch an einander stoßen, ἡ [[αὔλειος]] ἠράσσετο. das Hofthor wurde aufgerissen, Luc. D. Mer. 15.
}}
{{ls
|lstext='''ἀράσσω''': Ἀττ. -ττω: Ἰων. καὶ ποιητ. παρατ. ἀράσσεσκον Πίνδ.: μέλλ. ἀράξω (συν-) Ὅμ., ἀραξῶ Θεόκρ. 2. 159: ἀόρ. ἤραξα (ἀπ-) Ὅμ., Δωρ. ἀραξῶ Θεόκρ. 2. 159: ἀόρ. ἤραξα (ἀπ-) Ὅμ., Ἐπ. ἄραξα Ἡσ. Ἀσπ. 461:- Παθ., ἀόρ. ἠράχθην, Ἐπ. ἀράχθην (συν-) Ὅμ,: μέσ. μέλλ. [[μετὰ]] παθ. σημ. καταράξεσθαι Πλουτ. Καῖσ. 44: (α εὐφων., [[ῥάσσω]]). Κτυπῶ, [[κρούω]] ἰσχυρῶς, [[συγκρούω]], κατασυντρίβω (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὰ σύνθετα [[αὐτοῦ]], [[ἀπαράσσω]], [[συναράσσω]])· ἐπὶ πάσης ἰσχυρᾶς κρούσεως [[μετὰ]] τῆς συμπαρομαρτούσης ἐννοίας τοῦ κρότου, ὡς ἐπὶ ἵππων, ὁπλαῖς ἀρ. χθόνα Πινδ. Π. 4. 401· θύρας ἀρ., κρούειν μανιωδῶς τὰς θύρας, Εὐρ. Ἑκ. 1044· τήν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 978· ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τῆς θύρας, ἀνοίγομαι [[μετὰ]] κρότου ἢ τριγμοῦ, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15: ἀράσσειν στέρνα, κράτα, κρούειν τὸ [[στῆθος]], τὴν κεφαλήν, ἐν πένθει καὶ θρήνῳ, Λατ. plangere, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1054, Εὐρ. Τρῳ. 279· ἄρασσε [[μᾶλλον]], κτύπει ἰσχυρότερον, «χτύπα δυνατώτερα», Αἰσχύλ. Πρ. 58: ὄψεις ἀράξας, πλήξας, Σοφ. Ο. Τ.1276· ἤρασσε βλέφαρα ὁ αὐτ. Ἀντ. 52· ἀρ. πέτροις τινά, πετροβολῶ, Εὐρ. Ι. Τ. 327· ἀρ. κιθάρην, [[κρούω]] τὴν κιθάραν ἐντόνως, Ὀρφ. Ἀργ. 384· [[ἐντεῦθεν]], ὕμνον, [[μέλος]] κτλ., [[συχν]] παρὰ Νόννῳ. 2) [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ἀράσσειν ὀνείδεσι, προσβάλλειν τινὰ δι’ ὕβρεων καὶ ὀνειδισμῶν, Σοφ. Αἴ. 725, κακοῖς Φ. 374, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1372 (καὶ ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] βάλλω Ι. 1.) ΙΙ. Παθ., καταρρίπτομαι [[ἐπάνω]] εἰς..., πρὸς πέτρας Ἡρόδ. 6. 44· πέτραις Αἰσχύλ. Πέρσ. 460: - ἐπὶ πραγμάτων, κτυπῶ ἓν ἐπὶ ἑτέρου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 553, Αἰλ. π. Ζ. 16. 39. 2) ἐπὶ τραύματος ποιοῦμαι ὑπὸ τινος, εἶδεν ἀρατόν [[ἕλκος]] ἀραχθέν ἐξ ἀγρίας δάμαρτος, τὸ ἀραχθέν [[εἶναι]] γραφή τοῦ Wunder. τὰ χειρόγρ. ἔχουσι τυφλωθὲν καὶ τὴν γραφὴν ταύτην διετήρησεν ὁ Jebb καὶ ἄλλοι, Σοφ. Ἀντ, 972. - Τὸ ἀπλοῦν [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ποιητικὸν ἀπαντῶν ([[ἅπαξ]]) παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ τοῖς μεταγενεστ. πεζοῖς, πρβλ. ἀπ-, ἐπ-, κατ-, συναράσσω.
}}
}}

Revision as of 09:49, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀράσσω Medium diacritics: ἀράσσω Low diacritics: αράσσω Capitals: ΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: arássō Transliteration B: arassō Transliteration C: arasso Beta Code: a)ra/ssw

English (LSJ)

Att. ἀράττω [ᾰρ], Ion. and poet. impf.

   A ἀράσσεσκον Pi.P.4.226: fut. ἀράξω (συν-) Hom., Dor. ἀραξῶ Theoc.2.160: aor. ἤραξα (ἀπ-) Hom., Ep. ἄραξα Hes.Sc.461:—Pass., aor. ἠράχθην, Ep. ἀράχθην (συν-) Hom.: fut. Med. in pass. sense, κατ-αράξεσθαι Plu.Caes.44:— smite, dash in pieces, (Hom. only in compds. ἀπαράσσω, συναράσσω); of any violent impact, with collat. notion of rattling, clanging, as of horses, ὁπλαῖς ἀ. χθόνα Pi. l.c.; ἄρασσε (sc. πύλας) knock at the door, E.Hec.1044; τὴν θύραν Ar.Ec.978, cf. Theoc.2.6 (Pass., of the door, open with a crash, Luc.DMeretr.15.2); pound in a mortar, ὅλμῳ ἀ. Nic. Th.508; ἀράσσειν στέρνα, κρᾶτα, beat the breasts, the head, in mourning, A.Pers.1054 (lyr.), E.Tr.279 (lyr.); ἄρασσε μᾶλλον strike harder, A.Pr.58; ὄψεις ἀράξας S.Ant.52; ἤρασσε βλέφαρα Id.OT1276:—in Pass., ὀμμάτων ἀραχθέντων Id.Ant.975 (lyr.); also ἀ. πέτροις τινά strike with a shower of stones, E.IT327:—Pass., πέτροισιν ἠράσσοντο A. Pers.460:—a). κιθάρην strike the lyre, Orph.A.382; ὕμνον, μέλος, etc., Nonn.D.1.15,440, etc.    2 c. dat. modi, ἀράσσειν τινὰ ὀνείδεσι, κακοῖς, assail with reproaches or threats, S.Aj.725, Ph.374, cf. ἐξαράσσω.    II Pass., to be dashed against, πρὸς τὰς πέτρας Hdt.6.44; πρὸς τὴν γῆν Luc.Anach.11; of things, dash one against the other, A.R.2.553, Ael.NA16.39.—The simple Verb is poetic, used once by Hdt. and in late Prose, v. supr. (Akin to ῥάσσω, Ion. ῥήσσω (q.v.), cf. προσαρασσόμενον· προσρησσόμενον, Hsch.).

German (Pape)

[Seite 344] von jeder heftigen Bewegung eines Körpers gegen den andern, wodurch ein Ton od. Geräusch hervorgebracht wird; Hom. nur in composs., z. B. Od. 9, 498 σύν κεν ἄραξε, 5, 426 σὺν δ' ὀστέ' ἀράχθη; Iliad. 16, 324 ἀπὸ δ' ὀστέον ἄραξεν; – ἀράσσεσκον ὁπλαῖς χθόνα, die Stiere stampften die Erde, Pind. P. 4, 226; schlagen, Aesch. Prom. 58; στέρνα Pers. 1011; ὄψεις Soph. Ant. 52; ἀραχθὲν ἕλκος 961, zw.; χειρὶ κρᾶτα Eur. Tr. 1235; πέτραις, mit Steinen werfen, I. T. 327, λίθοις Dion. Hal. 1, 79; πρὸς τὸ ἤδαφος. zu Boden schmettern; πρὸς τὰς πέτρας ἀράσσεσθαι Her. 6, 44; θύρας, an die Thür pochen, Anacr. 31, 8; πύλας Eur. I. T. 1308; πύλαν ἀραξεῖ Theocr. 2, 160; ἄῤῥαξε 2. 6; λύραν, die Lyra schlagen, spielen; μέλος, ein Lied spielen, Sp.; ὕμνον Nonn. D. 1, 15; ἦχον 10, 223; ἀρ. κακοῖς, ὀνείδεσι, mit Schmähungen werfen, Soph. Ai. 712 Phil. 374. – Pass., mit Geräusch an einander stoßen, ἡ αὔλειος ἠράσσετο. das Hofthor wurde aufgerissen, Luc. D. Mer. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀράσσω: Ἀττ. -ττω: Ἰων. καὶ ποιητ. παρατ. ἀράσσεσκον Πίνδ.: μέλλ. ἀράξω (συν-) Ὅμ., ἀραξῶ Θεόκρ. 2. 159: ἀόρ. ἤραξα (ἀπ-) Ὅμ., Δωρ. ἀραξῶ Θεόκρ. 2. 159: ἀόρ. ἤραξα (ἀπ-) Ὅμ., Ἐπ. ἄραξα Ἡσ. Ἀσπ. 461:- Παθ., ἀόρ. ἠράχθην, Ἐπ. ἀράχθην (συν-) Ὅμ,: μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ. καταράξεσθαι Πλουτ. Καῖσ. 44: (α εὐφων., ῥάσσω). Κτυπῶ, κρούω ἰσχυρῶς, συγκρούω, κατασυντρίβω (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὰ σύνθετα αὐτοῦ, ἀπαράσσω, συναράσσω)· ἐπὶ πάσης ἰσχυρᾶς κρούσεως μετὰ τῆς συμπαρομαρτούσης ἐννοίας τοῦ κρότου, ὡς ἐπὶ ἵππων, ὁπλαῖς ἀρ. χθόνα Πινδ. Π. 4. 401· θύρας ἀρ., κρούειν μανιωδῶς τὰς θύρας, Εὐρ. Ἑκ. 1044· τήν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 978· ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τῆς θύρας, ἀνοίγομαι μετὰ κρότου ἢ τριγμοῦ, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15: ἀράσσειν στέρνα, κράτα, κρούειν τὸ στῆθος, τὴν κεφαλήν, ἐν πένθει καὶ θρήνῳ, Λατ. plangere, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1054, Εὐρ. Τρῳ. 279· ἄρασσε μᾶλλον, κτύπει ἰσχυρότερον, «χτύπα δυνατώτερα», Αἰσχύλ. Πρ. 58: ὄψεις ἀράξας, πλήξας, Σοφ. Ο. Τ.1276· ἤρασσε βλέφαρα ὁ αὐτ. Ἀντ. 52· ἀρ. πέτροις τινά, πετροβολῶ, Εὐρ. Ι. Τ. 327· ἀρ. κιθάρην, κρούω τὴν κιθάραν ἐντόνως, Ὀρφ. Ἀργ. 384· ἐντεῦθεν, ὕμνον, μέλος κτλ., συχν παρὰ Νόννῳ. 2) μετὰ δοτ. τρόπου, ἀράσσειν ὀνείδεσι, προσβάλλειν τινὰ δι’ ὕβρεων καὶ ὀνειδισμῶν, Σοφ. Αἴ. 725, κακοῖς Φ. 374, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1372 (καὶ ἴδε τὸ ῥῆμα βάλλω Ι. 1.) ΙΙ. Παθ., καταρρίπτομαι ἐπάνω εἰς..., πρὸς πέτρας Ἡρόδ. 6. 44· πέτραις Αἰσχύλ. Πέρσ. 460: - ἐπὶ πραγμάτων, κτυπῶ ἓν ἐπὶ ἑτέρου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 553, Αἰλ. π. Ζ. 16. 39. 2) ἐπὶ τραύματος ποιοῦμαι ὑπὸ τινος, εἶδεν ἀρατόν ἕλκος ἀραχθέν ἐξ ἀγρίας δάμαρτος, τὸ ἀραχθέν εἶναι γραφή τοῦ Wunder. τὰ χειρόγρ. ἔχουσι τυφλωθὲν καὶ τὴν γραφὴν ταύτην διετήρησεν ὁ Jebb καὶ ἄλλοι, Σοφ. Ἀντ, 972. - Τὸ ἀπλοῦν ῥῆμα εἶναι ποιητικὸν ἀπαντῶν (ἅπαξ) παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ τοῖς μεταγενεστ. πεζοῖς, πρβλ. ἀπ-, ἐπ-, κατ-, συναράσσω.