παιδιά: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(13_6b)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0440.png Seite 440]] ἡ, Kinderspiel, Scherz ([[παίζω]]); Eur. Troad. 975; Ar. Plut. 1056; τοὺς παῖδας τοὺς ἐν ταῖς παιδιαῖς νεωτερίζοντας, Plat. Legg. VII, 798 c; παιδιὰς παίζειν καλλίστας, ib. 803 c; Ggstz von [[σπουδή]], Rep. X, 602 b u. öfter, wie [[ἀνάπαυλα]] τῆς σπουδῆς γίγνεται [[ἐνίοτε]] ἡ [[παιδιά]], Phileb. 30 e; καὶ [[γέλως]], Xen. Cyr. 1, 3, 18; vgl. Arist. rhet. 2, 3, 3; auch von Kampfspielen u. dgl., μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί, 1, 11, 3; oft bei Sp., wie Plut. – Auch übertr. wie bei uns, ὥςτε σοι τὸν νῦν χόλον παρόντα μόχθον παιδιὰν εἶναι δοκεῖν, ein Kinderspiel, Aesch. Prom. 314; vgl. Luc. Tox. 36; auch ἐν παιδιᾷ τὸ [[πρᾶγμα]] ἐποιοῦντο, ib. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0440.png Seite 440]] ἡ, Kinderspiel, Scherz ([[παίζω]]); Eur. Troad. 975; Ar. Plut. 1056; τοὺς παῖδας τοὺς ἐν ταῖς παιδιαῖς νεωτερίζοντας, Plat. Legg. VII, 798 c; παιδιὰς παίζειν καλλίστας, ib. 803 c; Ggstz von [[σπουδή]], Rep. X, 602 b u. öfter, wie [[ἀνάπαυλα]] τῆς σπουδῆς γίγνεται [[ἐνίοτε]] ἡ [[παιδιά]], Phileb. 30 e; καὶ [[γέλως]], Xen. Cyr. 1, 3, 18; vgl. Arist. rhet. 2, 3, 3; auch von Kampfspielen u. dgl., μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί, 1, 11, 3; oft bei Sp., wie Plut. – Auch übertr. wie bei uns, ὥςτε σοι τὸν νῦν χόλον παρόντα μόχθον παιδιὰν εἶναι δοκεῖν, ein Kinderspiel, Aesch. Prom. 314; vgl. Luc. Tox. 36; auch ἐν παιδιᾷ τὸ [[πρᾶγμα]] ἐποιοῦντο, ib. 22.
}}
{{ls
|lstext='''παιδιά''': -ᾶς, ἡ, ([[παίζω]]) παιδαριῶδες [[παιγνίδιον]], «παιγνίδι», διασκέδασις, ὡς τὸ παιγνιά, ἀντίθετον τῷ [[σπουδή]], Ξεν. Συμπ. 1, 1· τὰ [[μετὰ]] σπουδῆς καὶ τὰ ἐν ταῖς παιδιαῖς Πλάτ. Πολ. 602Β, κτλ.· π. μαχητικαί, αὐλητικαὶ Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 3· π. παίζειν [[πρός]] τινα Ἀριστοφάν. Πλ. 1056· [[μετὰ]] παιδιᾶς, [[χάριν]] διασκεδάσεως, ἀγαλμάτων περικοπαί τινες πρότερον ὑπὸ νεωτέρων [[μετὰ]] παιδιᾶς.. γεγενημέναι Θουκ. 6. 28, Πλάτ. Φίληβ. 19D· σὺν πολλῷ γέλωτι καὶ παιδιᾷ (ἕτερ. παιγνίᾳ) Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18, πρβλ. 20· ἐν π. Πλάτ. Κρατ. 406C· ἐν ταῖς παιδιαῖς, εἰς τὰ παιγνιδιά των, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C· π. καὶ [[φλυαρία]], λῆροι καὶ π., [[γέλως]] καὶ π., σκώμματα καὶ π. ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 46D, κτλ.· παιδιᾷ πεπαῖσθαι, ὅτι ἐγένετο [[χάριν]] παιδιᾶς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 265C· - μεταφορ., [[ὥστε]] σοι τὸν νῦν χόλον (ὄχλον Döderl.).. παιδιὰν [[εἶναι]] δοκεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 314· - ὁ [[Πλάτων]] παίζει μὲ τὰς λέξεις παιδιὰ καὶ [[παιδεία]], Νόμ. 656C.
}}
}}

Revision as of 09:51, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδιά Medium diacritics: παιδιά Low diacritics: παιδιά Capitals: ΠΑΙΔΙΑ
Transliteration A: paidiá Transliteration B: paidia Transliteration C: paidia Beta Code: paidia/

English (LSJ)

ᾶς, ἡ, (παίζω)

   A childish play, pastime, amusement, opp. σπουδή, X.Smp.1.1; ἔν τε παιδιαῖς καὶ ἐν σπουδαῖς Pl.Lg.647d, cf. Arist.EN1176b9(pl.); π. μαχητικαί, etc., Id.Rh.1370b35; π. παῖσαι πρός τινα to play a game with... Ar.Pl.1056; μετὰ παιδιᾶς in sport, Th. 6.28, Pl.Phlb.19d; σὺν πολλῷ γέλωτι καὶ παιδιᾷ (v.l. παιγνίᾳ) X.Cyr. 2.3.18, cf.2.3.20; ἐν π. Pl.Cra.406c; τοὺς ἐν ταῖς παιδιαῖς νεωτερίζοντας in their games, Id.Lg.798c; π. καὶ φλυαρία, λῆροι καὶ π., σκώμματα καὶ π., γέλως καὶ π., Id.Cri.46d, Prt.347d, Plu.2.59b, 456e; παιδιᾷ πεπαῖσθαι to be done in fun, Pl.Phdr.265c: metaph., ὥστε σοι τὸν νῦν χόλον (ὄχλον Döderl.) . . παιδιὰν εἶναι δοκεῖν will seem mere child's play, A. Pr.316; παιδιᾶς ἕνεκα καὶ ἀναπαύσεως Arist.Pol.1339a16; διαγωγὴ μετὰ παιδιᾶς Id.EN1127b34; wit, jesting, ib.1128a20:—Pl. plays on the words παιδιά and παιδεία, Lg.656c.    II in pl., school holidays, SIG 577.79 (Milet., iii/ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 440] ἡ, Kinderspiel, Scherz (παίζω); Eur. Troad. 975; Ar. Plut. 1056; τοὺς παῖδας τοὺς ἐν ταῖς παιδιαῖς νεωτερίζοντας, Plat. Legg. VII, 798 c; παιδιὰς παίζειν καλλίστας, ib. 803 c; Ggstz von σπουδή, Rep. X, 602 b u. öfter, wie ἀνάπαυλα τῆς σπουδῆς γίγνεται ἐνίοτεπαιδιά, Phileb. 30 e; καὶ γέλως, Xen. Cyr. 1, 3, 18; vgl. Arist. rhet. 2, 3, 3; auch von Kampfspielen u. dgl., μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί, 1, 11, 3; oft bei Sp., wie Plut. – Auch übertr. wie bei uns, ὥςτε σοι τὸν νῦν χόλον παρόντα μόχθον παιδιὰν εἶναι δοκεῖν, ein Kinderspiel, Aesch. Prom. 314; vgl. Luc. Tox. 36; auch ἐν παιδιᾷ τὸ πρᾶγμα ἐποιοῦντο, ib. 22.

Greek (Liddell-Scott)

παιδιά: -ᾶς, ἡ, (παίζω) παιδαριῶδες παιγνίδιον, «παιγνίδι», διασκέδασις, ὡς τὸ παιγνιά, ἀντίθετον τῷ σπουδή, Ξεν. Συμπ. 1, 1· τὰ μετὰ σπουδῆς καὶ τὰ ἐν ταῖς παιδιαῖς Πλάτ. Πολ. 602Β, κτλ.· π. μαχητικαί, αὐλητικαὶ Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 3· π. παίζειν πρός τινα Ἀριστοφάν. Πλ. 1056· μετὰ παιδιᾶς, χάριν διασκεδάσεως, ἀγαλμάτων περικοπαί τινες πρότερον ὑπὸ νεωτέρων μετὰ παιδιᾶς.. γεγενημέναι Θουκ. 6. 28, Πλάτ. Φίληβ. 19D· σὺν πολλῷ γέλωτι καὶ παιδιᾷ (ἕτερ. παιγνίᾳ) Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18, πρβλ. 20· ἐν π. Πλάτ. Κρατ. 406C· ἐν ταῖς παιδιαῖς, εἰς τὰ παιγνιδιά των, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C· π. καὶ φλυαρία, λῆροι καὶ π., γέλως καὶ π., σκώμματα καὶ π. ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 46D, κτλ.· παιδιᾷ πεπαῖσθαι, ὅτι ἐγένετο χάριν παιδιᾶς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 265C· - μεταφορ., ὥστε σοι τὸν νῦν χόλον (ὄχλον Döderl.).. παιδιὰν εἶναι δοκεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 314· - ὁ Πλάτων παίζει μὲ τὰς λέξεις παιδιὰ καὶ παιδεία, Νόμ. 656C.