ῥυμός: Difference between revisions
(13_5) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] ὁ, das Zugholz, an welchem die Zugthiere den Wagen ziehen, d. i. die Deichsel; Il. öfter; auch Her. 4, 69; Plut. Coriol. 24; – der Zugriemen, = [[ῥυτήρ]], Ael. H. A. 10, 48; – die gezogene Furche, der Streif, Schweif, Arat. 927. – Auch Abschnitt, Abtheilung, wie [[ῥύμη]], s. Böckh Staatshaush. II p. 290. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] ὁ, das Zugholz, an welchem die Zugthiere den Wagen ziehen, d. i. die Deichsel; Il. öfter; auch Her. 4, 69; Plut. Coriol. 24; – der Zugriemen, = [[ῥυτήρ]], Ael. H. A. 10, 48; – die gezogene Furche, der Streif, Schweif, Arat. 927. – Auch Abschnitt, Abtheilung, wie [[ῥύμη]], s. Böckh Staatshaush. II p. 290. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥῡμός''': -οῦ, ὁ, (ῥύω, [[ἐρύω]]) τὸ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἐκτεινόμενον [[ξύλον]] τῆς ἁμάξης ἀπὸ τοῦ μέσου τοῦ ἄξονος [[μέχρι]] τοῦ ζυγοῦ, Ἰλ. Κ. 505, Ψ. 393, Ω. 271, Ἡρόδ. 4. 69· ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, «ἐν τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 40, Π. 371· - [[ὡσαύτως]], [[τρεῖς]] ἀστέρες ἐν τῷ ἀστερισμῷ τῆς Ἄρκτου, «καὶ τῆς ἄρκτου οἱ κατὰ τὴν οὐρὰν [[τρεῖς]] ἀστέρες ὑπὸ τοῦ Ἡρακλείτου» Σουΐδ. ΙΙ. = ῥυτὴρ 2, ὁ ἱμὰς δι’ οὗ ὁ [[ἵππος]] σύρει τὴν ἅμαξαν, Αἰλ. περὶ Ζ. 10.48. ΙΙΙ. [[ὁλκός]], Λατ. tractus, ἐπὶ τῆς γραμμῆς ἣν σχηματίζει διᾴττων [[ἀστήρ]], Ἄρατ. 927. IV. = [[τάξις]], ([[ἀλλά]]: [[ῥύμη]]· [[τάξις]] ἔρημος» Schm)· Ἡσύχ.· καὶ αὕτη φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ [[ἔννοια]] ἔν τινι Ἀττικ. ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17 κἑξ.), πρῶτος ῥ., [[δεύτερος]] ῥ., κτλ.· ἴδε Böckm. σελ. 234. V. «[[σταθμίον]] τι παρὰ Ροδίοις» Σουΐδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἐρύω (A))
A pole of a chariot or car, Il.10.505, 23.393, 24.271, Hdt.4.69; ἐν πρώτῳ ῥ. at the front end of the pole, Il.6.40, 16.371; ἀρτήματα ῥρυμοῖς pole-chains, IG12.314.40, cf. 313.21,22,28, 22.1672.307. b three stars in the Bear, the pole of the Wain, Suid. 2 log or block of wood for fuel, SIG975.1, al. (Delos, iii B.C.), IG11 (2).154 A 18 (ibid., iii B.C.); ξύλα καὶ κληματίδες καὶ ῥυμοὶ τὰ ἱερεῖα ἑψῆσαι ib. 203 A 51 (ibid., iii B.C.); ῥυμὸς εἰς βωμόν ib.144 A 32 (ibid., iv B.C.); ῥυμοὶ εἰς τοὺς χορούς Inscr.Délos 442 A 186, cf. 189 (ii B.C.). II trace, Ael.NA10.48. III trail of a shooting star, Arat.927. IV perh. shelf or row, πρῶτος ῥ., δεύτερος ῥ., etc., IG22.1388.16,19, al., Michel 832.63 (Samos, iv B.C.), etc.; αἱ . . ἐν τῷ πρώτῳ ῥ. φιάλαι Inscr.Délos 442 B 21 (ii B.C.); ἐκ τοῦ πρώτου ῥ. τοῦ ἐκ τῆς κιβωτοῦ φιάλη ἡ περιγενομένη ἀπὸ τοῦ ῥ. τοῦ παραδοθέντος τοῖς ἀνδράσιν ib.25. V a weight at Rhodes, Suid. VI = τάξις, ἢ ἐμμέλεια, Hsch. (sed leg. ῥυθμός).
German (Pape)
[Seite 851] ὁ, das Zugholz, an welchem die Zugthiere den Wagen ziehen, d. i. die Deichsel; Il. öfter; auch Her. 4, 69; Plut. Coriol. 24; – der Zugriemen, = ῥυτήρ, Ael. H. A. 10, 48; – die gezogene Furche, der Streif, Schweif, Arat. 927. – Auch Abschnitt, Abtheilung, wie ῥύμη, s. Böckh Staatshaush. II p. 290.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡμός: -οῦ, ὁ, (ῥύω, ἐρύω) τὸ πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἐκτεινόμενον ξύλον τῆς ἁμάξης ἀπὸ τοῦ μέσου τοῦ ἄξονος μέχρι τοῦ ζυγοῦ, Ἰλ. Κ. 505, Ψ. 393, Ω. 271, Ἡρόδ. 4. 69· ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, «ἐν τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 40, Π. 371· - ὡσαύτως, τρεῖς ἀστέρες ἐν τῷ ἀστερισμῷ τῆς Ἄρκτου, «καὶ τῆς ἄρκτου οἱ κατὰ τὴν οὐρὰν τρεῖς ἀστέρες ὑπὸ τοῦ Ἡρακλείτου» Σουΐδ. ΙΙ. = ῥυτὴρ 2, ὁ ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ἵππος σύρει τὴν ἅμαξαν, Αἰλ. περὶ Ζ. 10.48. ΙΙΙ. ὁλκός, Λατ. tractus, ἐπὶ τῆς γραμμῆς ἣν σχηματίζει διᾴττων ἀστήρ, Ἄρατ. 927. IV. = τάξις, (ἀλλά: ῥύμη· τάξις ἔρημος» Schm)· Ἡσύχ.· καὶ αὕτη φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ ἔννοια ἔν τινι Ἀττικ. ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 17 κἑξ.), πρῶτος ῥ., δεύτερος ῥ., κτλ.· ἴδε Böckm. σελ. 234. V. «σταθμίον τι παρὰ Ροδίοις» Σουΐδ.