στραγγός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(13_2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] gedreht, gewunden, krumm, auch [[στραγός]] geschrieben, VLL., die [[στρεβλός]], [[ἄτακτος]] erkl., auch [[δύσκολος]], [[ἀναιδής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] gedreht, gewunden, krumm, auch [[στραγός]] geschrieben, VLL., die [[στρεβλός]], [[ἄτακτος]] erkl., auch [[δύσκολος]], [[ἀναιδής]].
}}
{{ls
|lstext='''στραγγός''': -ή, -όν, (ἴδε [[στράγξ]]), συνεστραμμένος, [[σκολιός]], διεστραμμένος, Φώτ. «[[στρεβλός]], ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, [[πολύπλοκος]], [[ἀνώμαλος]], Ἰατρ. 2) [[ἀναιδής]], Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] στραγός.
}}
}}

Revision as of 09:56, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγός Medium diacritics: στραγγός Low diacritics: στραγγός Capitals: ΣΤΡΑΓΓΟΣ
Transliteration A: strangós Transliteration B: strangos Transliteration C: straggos Beta Code: straggo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A twisted, crooked, Hsch., Phot., Suid.    II complicated, irregular, πυρετοί Ruf. ap. Orib.8.24.30: Comp., αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν -ότεραί εἰσιν more violent or serious, Cass.Pr. 14.    2 shameless, Phot., Suid.    III (στράγξ) flowing drop by drop, κάθαρσις Sor.1.2, al.: Comp., Antyll. ap. Orib.8.6.6, Sor.1.27. Adv. -γῶς, καθαίρεσθαι ib.31.—In Hsch., Phot., Suid. written στραγός; in cod. Sor. στραγκός: Comp. στραγώτερος Antyll. ap. Orib.l.c., Phot. (-ότερος Suid.).

German (Pape)

[Seite 950] gedreht, gewunden, krumm, auch στραγός geschrieben, VLL., die στρεβλός, ἄτακτος erkl., auch δύσκολος, ἀναιδής.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγός: -ή, -όν, (ἴδε στράγξ), συνεστραμμένος, σκολιός, διεστραμμένος, Φώτ. «στρεβλός, ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, πολύπλοκος, ἀνώμαλος, Ἰατρ. 2) ἀναιδής, Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως στραγός.