χλάδω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(13)
 
(6_20)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=xla/dw
|Beta Code=xla/dw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exult loudly</b>, assumed as pres. of <b class="b3">κέχλᾱδα</b>, wh. occurs thrice in Pi., <b class="b3">καλλίνικος . . κεχλαδώς</b>, of a triumphal hymn, <span class="bibl"><span class="title">O.</span>9.2</span>; <b class="b3">κεχλάδοντας ἥβα</b>, of two young heroes, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>4.179</span>; κέχλαδεν κρόταλα <span class="bibl"><span class="title">Dith.Oxy.</span>2.10</span>; Hsch. has <b class="b3">κεχληδέναι· ψοφεῖν</b>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exult loudly</b>, assumed as pres. of <b class="b3">κέχλᾱδα</b>, wh. occurs thrice in Pi., <b class="b3">καλλίνικος . . κεχλαδώς</b>, of a triumphal hymn, <span class="bibl"><span class="title">O.</span>9.2</span>; <b class="b3">κεχλάδοντας ἥβα</b>, of two young heroes, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>4.179</span>; κέχλαδεν κρόταλα <span class="bibl"><span class="title">Dith.Oxy.</span>2.10</span>; Hsch. has <b class="b3">κεχληδέναι· ψοφεῖν</b>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''χλάδω''': παραλαμβάνεται καθ’ ὑπόθεσιν ὡς ἐνεστὼς τοῦ κέχλᾱδα, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[τύπος]] πρκμ. ἀπαντῶν παρὰ Πινδ.· [[καλλίνικος]] .. κεχλαδώς, ἐπὶ θριαμβικοῦ ἐπινικίου ὕμνου, Ο. 9. 4· κεχλάδοντας ἥβᾳ, ἐπὶ δύο νεαρῶν ἡρώων, Π. 4. 319· κέχλαδον κρόταλα Ἀποσπ. 48.<br />Ἡ [[ἔννοια]] ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις [[εἶναι]] ἡ τοῦ χαίρειν, μεγαλοφώνως ἀγάλλεσθαι· ἐν τῷ πρώτῳ καὶ τῷ τρίτῳ χωρίῳ ἡ [[λέξις]] ἐμφανῶς ἀναφέρεται εἰς ἤχους ἐκφραστικοὺς χαρᾶς, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ κεχληδέναι διὰ τοῦ ψοφεῖν· ὁ Buttm. ἀντιλέγει πρὸς [[ταῦτα]], ὁ δὲ Κούρτ. παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὸ ἐπίθ. χαλᾱρὸς (χλαδρός), καὶ τὸ Σανσκρ. hlâd, hlâd-e (gaudeo). Περὶ τῶν ἀνωμάλων τύπων κεχλάδοντας, κέχλαδον, πρβλ. ἐρρίγοντι, πεφρίκοντας, κεκλήγοντες.
}}
}}

Revision as of 10:04, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλάδω Medium diacritics: χλάδω Low diacritics: χλάδω Capitals: ΧΛΑΔΩ
Transliteration A: chládō Transliteration B: chladō Transliteration C: chlado Beta Code: xla/dw

English (LSJ)

   A exult loudly, assumed as pres. of κέχλᾱδα, wh. occurs thrice in Pi., καλλίνικος . . κεχλαδώς, of a triumphal hymn, O.9.2; κεχλάδοντας ἥβα, of two young heroes, P.4.179; κέχλαδεν κρόταλα Dith.Oxy.2.10; Hsch. has κεχληδέναι· ψοφεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

χλάδω: παραλαμβάνεται καθ’ ὑπόθεσιν ὡς ἐνεστὼς τοῦ κέχλᾱδα, ὅπερ εἶναι τύπος πρκμ. ἀπαντῶν παρὰ Πινδ.· καλλίνικος .. κεχλαδώς, ἐπὶ θριαμβικοῦ ἐπινικίου ὕμνου, Ο. 9. 4· κεχλάδοντας ἥβᾳ, ἐπὶ δύο νεαρῶν ἡρώων, Π. 4. 319· κέχλαδον κρόταλα Ἀποσπ. 48.
ἔννοια ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις εἶναι ἡ τοῦ χαίρειν, μεγαλοφώνως ἀγάλλεσθαι· ἐν τῷ πρώτῳ καὶ τῷ τρίτῳ χωρίῳ ἡ λέξις ἐμφανῶς ἀναφέρεται εἰς ἤχους ἐκφραστικοὺς χαρᾶς, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ κεχληδέναι διὰ τοῦ ψοφεῖν· ὁ Buttm. ἀντιλέγει πρὸς ταῦτα, ὁ δὲ Κούρτ. παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὸ ἐπίθ. χαλᾱρὸς (χλαδρός), καὶ τὸ Σανσκρ. hlâd, hlâd-e (gaudeo). Περὶ τῶν ἀνωμάλων τύπων κεχλάδοντας, κέχλαδον, πρβλ. ἐρρίγοντι, πεφρίκοντας, κεκλήγοντες.