καλλίνικος

English (LSJ)

καλλίνικον, (νίκη)
A gloriously triumphant, τήνελλα ὦ καλλίνικε Χαῖρ' ἄναξ Ἡράκλεες Archil.119, cf. IG12(5).234 (Paros); κῦδος κ. the glory of noble victory, Pi.I.1.12; Χάρμα κ. ib.5(4).54; καλλίνικος ἅρμασι Id.P.1.32: c. gen., τῶν ἐχθρῶν triumphant over one's enemies, E.Med.765; ἐραστῶν Pl.Alc.2.151c; epithet of Helios, IG 12(2).127(Mytil.); of kings, as Seleucus II, Plb.2.71.4, Str.16.2.4, etc.; of martyrs, Cod.Just.1.3.35.3 (Zeno).
II adorning or ennobling victory, μέλος, ὕμνος, Pi.P.5.106, N.4.16codd.; ῳ'δά, μοῦσα, E. El.865(lyr.), Ph.1728(lyr.); στέφανος, στέφη, Id.IT12, Alex.in Gëtt. Nachr.1922.10; κ. ἡλαίη Call.Iamb.1.283; τὸ κ. the glory of victory, Pi.N.3.18; so καλλίνικος (sc. ὕμνος) Id.O.9.2; καλλίνικον οἴσεται E. Med.45; τὸν καλλίνικον μετὰ θεῶν ἐκώμασε Id.HF180; also τὰν Ἡρακλέους κ. (sc. ᾠδὰν) ἀείδω ib.681 (lyr.).
III τὸ κ. an air for the flute, Trypho ap.Ath.14.618c.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönem Siege, – a) ruhmvoll siegend; Pind. P. 1, 32. 11, 46; ἄναξ Eur. Suppl. 125; Ἡρακλῆς Archil. 69. – b) den Sieg verherrlichend; στέφανος, ὕμνος, μέλος, Pind. N. 4, 16 P. 5, 106; χάρμα, κῦδος, des schönen Sieges, I. 4, 61. 1, 12; τὸ καλλίνικον, Siegesfeier, N. 3, 17. – Bei Ath. XIV, 618 c eine Flötenmelodie.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui remporte une belle victoire, glorieux, vainqueur;
2 qui célèbre ou glorifie une victoire ou un vainqueur ; ὁ καλλίνικος (στέφανος) couronne de victoire ; victoire.
Étymologie: καλός, νίκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίνικος -ον [καλός, νίκη] glorieus overwinnend:; κ. ἅρμασι overwinnend in de wagenrennen Pind. P. 1.32; met gen.: καλλίνικοι τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν... γενησόμεσθα ik zal mijn vijanden glorieus verslaan Eur. Med. 765. de overwinning vierend, overwinnings-:; στέφανος κ. overwinningskrans Eur. IT 12; subst. ὁ καλλίνικος (sc. ὕμνος) en τὸ καλλίνικον (sc. μέλος) overwinningslied.

Russian (Dvoretsky)

καλλίνῑκος: (λῐ)
1) одерживающий славные победы, торжествующий победу (τῶν ἐχθρῶν, ἄναξ Eur.);
2) победный (ὕμνος, κῦδος Pind.; στέφανος Eur.).
II ὁ (sc. ὕμνος) или ἡ (sc. ᾠδή) песнь победы Pind., Eur.

English (Slater)

καλλῐνῑκος splendidly victorious, triumphal, triumphant τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν (P. 5.106) τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (P. 11.46) θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (υἱὸν κελ. coni. Bergk) (N. 4.16) στεφάνους καλλίνικον πατρίδι κῦδος (I. 1.12) ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι (I. 5.54) c. dat., Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι (P. 1.32) pro subs., (referring to the triumphal song of Archilochos, sung immediately after the victory, τήνελλα καλλίνικε κτἑ.) τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ, καλλίνικοςτριπλόος κεχλαδώς (sc. Ἡρακλέης?) cf. Wil. on Eur., Her. 180. (O. 9.2) καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (sc. μέλος nom.: contra Σ, qui subiectum Aristoclidam subaudit) (N. 3.18)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλλίνικος, -ον)
αυτός που σημείωσε λαμπρή και ένδοξη νίκη (α. «τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ καλλινίκων μαρτύρων» β. «καλλίνικοι τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν», Ευρ.)
αρχ.
1. αυτός που δοξάζει, που λαμπρύνει τη νίκη («ὕμνον κελάδησε καλλίνικον», Πίνδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλίνικον
η δόξα της νίκης («ἐν... Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει», Πίνδ.)
3. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ καλλίνικος ή τὸ καλλίνικον
τραγούδι για αυλό και είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + νικος (< νίκη), πρβλ. αριστόνικος, φιλόνικος].

Greek Monotonic

καλλίνῑκος: -ον (νίκη),
I. αυτός που θριαμβεύει με δόξα, κῦδος κ., δόξα λαμπρής νίκης, σε Πίνδ.· με γεν., τῶν ἐχθρῶν κ., θριαμβευτής κατά των εχθρών, σε Ευρ.
II. αυτός που κοσμεί, στολίζει ή εξευγενίζει, εξυψώνει την νίκη, ὕμνος, ᾠδή, μοῦσα, σε Πίνδ., Ευρ.· τὸ καλλίνικον, η δόξα της νίκης, σε Πίνδ.· ομοίως και, καλλίνικος (ενν. ὕμνος), στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίνῑκος: -ον, (νίκη), ἐνδόξως νικήσας, ἐνδόξως θριαμβεύων, Ἀρχίλ. 106, κτλ.· κῦδος καλ., ἡ δόξα λαμπρᾶς νίκης, Πινδ. Ι. 1. 13, πρβλ. 5 (4). 68· καλλίνικος ἅρμασι ὁ αὐτ. Π. 1. 60· μετὰ γεν., τῶν ἐχθρῶν, κατὰ τῶν ἐχθρῶν, Εὐρ. Μήδ. 765, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 2. 151C· - ἐπίθετον τοῦ Ἡρακλέους, Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτέρω, Συλλ. Ἐπιγρ. 2385· τοῦ Ἀπόλλωνος, Müller Archäol. d. Kunst § 361· Σελεύκου τοῦ Β΄, Πολύβ. 2. 71, 4, Στράβ. 750, κτλ.· ἐπὶ ἄλλων βασιλέων, Mionnet 4, σ. 456· περὶ τῶν χριστιανικῶν μαρτύρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 8625, κ. ἀλλ. ΙΙ. κοσμῶν ἢ ἐξυψῶν τὴν νίκην, μέλος, ὕμνος Πινδ. Π. 5. 143, Ν. 4. 26· ᾠδή, μοῦσα Εὐρ. ἐν Ἠλ. 865, ἐν Φοιν. 1728· στέφανος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 12· - τὸ καλλίνικον, ἡ δόξα τῆς νίκης, Πινδ. Ν. 3. 31· οὕτω, καλλίνικος (ἐξυπακ. ὕμνος) ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 3· καλλίνικον ᾄσεται Εὐρ. Μήδ. 45· τὸν καλλίνικον μετὰ θεῶν ἐκώμασε ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 180· ὡσαύτως, τὰν Ἡρακλέους καλ. ᾠδὴν ἀείδω αὐτόθι 681· πρβλ. τήνελλα. ΙΙ. τὸ καλλίνικον, μέλος τι πρὸς αὐλόν, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καλλίνικος· ὄνομα κύριον. καὶ εἶδος ὀρχήσεως ἐπὶ τῇ τοῦ Κερβέρου ἀναγωγῇ. ἢ νικητής».

Middle Liddell

καλλί-νῑκος, ον νίκη
I. with glorious victory, κῦδος κ. the glory of noble victory, Pind.: c. gen., τῶν ἐχθρῶν κ. triumphant over one's enemies, Eur.
II. adorning or ennobling victory, ὕμνος, ᾠδή, μοῦσα Pind., Eur.:— τὸ καλλίνικον the glory of victory, Pind.; so, καλλίνικος (sub. ὕμνοσ) Pind.

English (Woodhouse)

connected with victory, victorious over

Mantoulidis Etymological

(=πού νίκησε ἔνδοξα). Ἀπό τό καλή + νίκη.