διοικίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(4)
 
(6_13b)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dioiki/zw
|Beta Code=dioiki/zw
|Definition=Att. fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ῐῶ <span class="bibl">D.5.10</span>:—<b class="b2">cause to live apart, disperse</b>, opp. <b class="b3">συνοικίζω, δ. τὰς πόλεις</b> <b class="b2">break</b> them <b class="b2">up</b> into villages (κῶμαι), <span class="bibl">Isoc. 5.43</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1311a14</span>; τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν D. l. c.; δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους <span class="bibl">Plb.4.27.6</span>:—Pass., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῇ <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.2.7</span>; διῳκισμένοι κατὰ κώμας <span class="bibl">D.19.81</span>: generally, <b class="b2">to be scattered abroad</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>193a</span>; <b class="b2">remove, migrate</b>, <b class="b3">ἐκ Κολλυτοῦ εἰς</b> . . <span class="bibl">Lys.32.14</span>; <b class="b3">διῳκισμένοι τινός</b> <b class="b2">separated from</b>... <span class="bibl">Luc. <span class="title">Charid.</span>19</span>: metaph. of rich and poor, διῳκίσμεθα καὶ δύο πόλεις ἔχομεν <span class="bibl">D.H.6.36</span>.</span>
|Definition=Att. fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ῐῶ <span class="bibl">D.5.10</span>:—<b class="b2">cause to live apart, disperse</b>, opp. <b class="b3">συνοικίζω, δ. τὰς πόλεις</b> <b class="b2">break</b> them <b class="b2">up</b> into villages (κῶμαι), <span class="bibl">Isoc. 5.43</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1311a14</span>; τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν D. l. c.; δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους <span class="bibl">Plb.4.27.6</span>:—Pass., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῇ <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.2.7</span>; διῳκισμένοι κατὰ κώμας <span class="bibl">D.19.81</span>: generally, <b class="b2">to be scattered abroad</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>193a</span>; <b class="b2">remove, migrate</b>, <b class="b3">ἐκ Κολλυτοῦ εἰς</b> . . <span class="bibl">Lys.32.14</span>; <b class="b3">διῳκισμένοι τινός</b> <b class="b2">separated from</b>... <span class="bibl">Luc. <span class="title">Charid.</span>19</span>: metaph. of rich and poor, διῳκίσμεθα καὶ δύο πόλεις ἔχομεν <span class="bibl">D.H.6.36</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''διοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ :-[[κάμνω]] τινὰς νὰ ζῶσι χωριστά, [[διασκορπίζω]], δ. τὰς πόλεις, [[διασπείρω]] τοὺς κατοίκους αὐτῶν, Ἰσοκρ. 91 Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 11˙ καὶ [[μᾶλλον]] ἀνεπτυγμένως, τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν κατὰ κώμας Δημ. 59. 15˙ δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Πολύβ. 4. 27, 6. -Παθ., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῆ Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 7˙ διῳκισμένοι κατὰ κώμας Δημ. 366. 27˙ ἀκολούθως γενικῶς, διασκορπίζομαι, διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Συμπ. 193 Α˙ πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
}}

Revision as of 10:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοικίζω Medium diacritics: διοικίζω Low diacritics: διοικίζω Capitals: ΔΙΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: dioikízō Transliteration B: dioikizō Transliteration C: dioikizo Beta Code: dioiki/zw

English (LSJ)

Att. fut.

   A -ῐῶ D.5.10:—cause to live apart, disperse, opp. συνοικίζω, δ. τὰς πόλεις break them up into villages (κῶμαι), Isoc. 5.43, cf. Arist.Pol.1311a14; τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν D. l. c.; δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Plb.4.27.6:—Pass., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῇ X.HG5.2.7; διῳκισμένοι κατὰ κώμας D.19.81: generally, to be scattered abroad, Pl.Smp.193a; remove, migrate, ἐκ Κολλυτοῦ εἰς . . Lys.32.14; διῳκισμένοι τινός separated from... Luc. Charid.19: metaph. of rich and poor, διῳκίσμεθα καὶ δύο πόλεις ἔχομεν D.H.6.36.

Greek (Liddell-Scott)

διοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ :-κάμνω τινὰς νὰ ζῶσι χωριστά, διασκορπίζω, δ. τὰς πόλεις, διασπείρω τοὺς κατοίκους αὐτῶν, Ἰσοκρ. 91 Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 11˙ καὶ μᾶλλον ἀνεπτυγμένως, τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν κατὰ κώμας Δημ. 59. 15˙ δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Πολύβ. 4. 27, 6. -Παθ., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῆ Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 7˙ διῳκισμένοι κατὰ κώμας Δημ. 366. 27˙ ἀκολούθως γενικῶς, διασκορπίζομαι, διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Συμπ. 193 Α˙ πρβλ. τὸ ἑπόμ.