δίζω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(13_6b)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0623.png Seite 623]] <b class="b2">ungewiß sein, unschlüssig sein, zweifeln</b>; verwandt [[δίζημαι]], Wurzel Ζε-? verwandt δύο, δίς, Wurzel ΔFι-? Vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2, 196. Homer einmal, Iliad. 16, 713 δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο κατὰ κλόνον [[αὖτις]] ἐλάσσας, ἦ λαοὺς ἐς [[τεῖχος]] ὁμοκλήσειεν [[ἀλῆναι]]. Oracul. bei Herodot. 1, 65 [[δίζω]] ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον. VLL. ζητῶ; ἐδ ίζη σα· ἐζήτησα Hesych. – Med. δίζομαι, = [[δίζημαι]], Ep. ad. 305 (Plan. 146); Coluth. 80; δίζεαι Theocr. 25, 37; δίζεσθαι Hes. O. 601 Democrit. Stob. flor. 1, 40 Ap. Rh. 1, 1303. 4, 508, für δίζησθαι; auch bei Her. oft v. l.; διζόμενος Qu. Sm. 10, 447.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0623.png Seite 623]] <b class="b2">ungewiß sein, unschlüssig sein, zweifeln</b>; verwandt [[δίζημαι]], Wurzel Ζε-? verwandt δύο, δίς, Wurzel ΔFι-? Vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2, 196. Homer einmal, Iliad. 16, 713 δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο κατὰ κλόνον [[αὖτις]] ἐλάσσας, ἦ λαοὺς ἐς [[τεῖχος]] ὁμοκλήσειεν [[ἀλῆναι]]. Oracul. bei Herodot. 1, 65 [[δίζω]] ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον. VLL. ζητῶ; ἐδ ίζη σα· ἐζήτησα Hesych. – Med. δίζομαι, = [[δίζημαι]], Ep. ad. 305 (Plan. 146); Coluth. 80; δίζεαι Theocr. 25, 37; δίζεσθαι Hes. O. 601 Democrit. Stob. flor. 1, 40 Ap. Rh. 1, 1303. 4, 508, für δίζησθαι; auch bei Her. oft v. l.; διζόμενος Qu. Sm. 10, 447.
}}
{{ls
|lstext='''δίζω''': Ἐπ. παρατ. δίζον Ἰλ.· - διατελῶ ἐν ἀμφιβολίᾳ, [[ἀμφιβάλλω]], δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο… , ἦ λαοὺς… ὁμοκλήσειεν Ἰλ. ΙΙ. 713· [[δίζω]] ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι Χρησμ. παρ' Ἡροδ. 1. 65· - τὸ μέσ. δίζομαι [[συχν]]. εὕρηται ἀντὶ τοῦ [[δίζημαι]], ὡς ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601, ἐν παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἡροδότου, κτλ.· ἀλλὰ τὰ χωρία [[ταῦτα]] διωρθώθησαν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ χφων, καὶ ὁ Δινδ. ἐπιτρέπει μόνον τὸ δίζομαι [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ μεταγ. ποιηταῖς, ὡς Θεόκρ. 25. 37, Βίων 11. 2, Κόϊντ. Σμ. 10. 447, Ἀνθ. Πλαν. 4 146, Κόλουθ. 80, Συλλ. Ἐπιγρ. 3123. (Ἡ [[σημασία]] τοῦ [[δίζω]] ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὰ δι-, δίς, disceptare, ἐνῷ τὸ [[δίζημαι]] κατά τε τὴν σημασίαν καὶ τὴν μορφὴν φαίνεται ἔχον στενὴν συγγένειαν πρὸς τὸ [[ζητέω]], ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 572).
}}
}}

Revision as of 10:06, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίζω Medium diacritics: δίζω Low diacritics: δίζω Capitals: ΔΙΖΩ
Transliteration A: dízō Transliteration B: dizō Transliteration C: dizo Beta Code: di/zw

English (LSJ)

Ep. impf.

   A δίζον Il.16.713:—to be in doubt, at a loss, δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο... ἦ λαοὺς ὁμοκλήσειε l.c.; δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον Orac. ap. Hdt.1.65:—Med., δ. ὅτι... μή... Eus.Mynd.58, Tryph.240.    II Med., = δίζημαι 11, ἄτεκνον ἔριθον δίζεσθαι Hes.Op. 603 codd.; δίζεαι Theoc.25.37; δίζετο Bion Fr.14.2, Coluth.81, Epic. in Arch.Pap.7.9, etc.; διζόμεσθα Herod.8.12; δίζοντο Q.S.4.16; opt. δίζοιτο Ecphant. ap. Stob.4.7.64; part. διζόμενος APl.4.146, Epigr.Gr.226.10. (Perh. fr. δίς, cf. διστάζω.)

German (Pape)

[Seite 623] ungewiß sein, unschlüssig sein, zweifeln; verwandt δίζημαι, Wurzel Ζε-? verwandt δύο, δίς, Wurzel ΔFι-? Vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2, 196. Homer einmal, Iliad. 16, 713 δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο κατὰ κλόνον αὖτις ἐλάσσας, ἦ λαοὺς ἐς τεῖχος ὁμοκλήσειεν ἀλῆναι. Oracul. bei Herodot. 1, 65 δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον. VLL. ζητῶ; ἐδ ίζη σα· ἐζήτησα Hesych. – Med. δίζομαι, = δίζημαι, Ep. ad. 305 (Plan. 146); Coluth. 80; δίζεαι Theocr. 25, 37; δίζεσθαι Hes. O. 601 Democrit. Stob. flor. 1, 40 Ap. Rh. 1, 1303. 4, 508, für δίζησθαι; auch bei Her. oft v. l.; διζόμενος Qu. Sm. 10, 447.

Greek (Liddell-Scott)

δίζω: Ἐπ. παρατ. δίζον Ἰλ.· - διατελῶ ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἀμφιβάλλω, δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο… , ἦ λαοὺς… ὁμοκλήσειεν Ἰλ. ΙΙ. 713· δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι Χρησμ. παρ' Ἡροδ. 1. 65· - τὸ μέσ. δίζομαι συχν. εὕρηται ἀντὶ τοῦ δίζημαι, ὡς ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601, ἐν παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἡροδότου, κτλ.· ἀλλὰ τὰ χωρία ταῦτα διωρθώθησαν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ χφων, καὶ ὁ Δινδ. ἐπιτρέπει μόνον τὸ δίζομαι χάριν τοῦ μέτρου παρὰ μεταγ. ποιηταῖς, ὡς Θεόκρ. 25. 37, Βίων 11. 2, Κόϊντ. Σμ. 10. 447, Ἀνθ. Πλαν. 4 146, Κόλουθ. 80, Συλλ. Ἐπιγρ. 3123. (Ἡ σημασία τοῦ δίζω ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὰ δι-, δίς, disceptare, ἐνῷ τὸ δίζημαι κατά τε τὴν σημασίαν καὶ τὴν μορφὴν φαίνεται ἔχον στενὴν συγγένειαν πρὸς τὸ ζητέω, ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 572).