διακναίω: Difference between revisions
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
(13_5) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0582.png Seite 582]] zerschaben, zerreiben, zersplittern, übh. zerstören; ὄψιν Eur. Cycl. 487; Alc. 108 u. öfter; διακναιομένης κάμακος Aesch. Ag. 65; ἡ [[πόλις]] διακναισθήσεται, Schol. διαφθαρήσεται, Ar. Pax 251; τὸ [[χρῶμα]] διακεκναισμένος, abgeschabt, bleich, Nubb. 119; [[πόθος]] μ' ἔχει διακναίσας, verzehrt mich, Eccl. 956. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0582.png Seite 582]] zerschaben, zerreiben, zersplittern, übh. zerstören; ὄψιν Eur. Cycl. 487; Alc. 108 u. öfter; διακναιομένης κάμακος Aesch. Ag. 65; ἡ [[πόλις]] διακναισθήσεται, Schol. διαφθαρήσεται, Ar. Pax 251; τὸ [[χρῶμα]] διακεκναισμένος, abgeschabt, bleich, Nubb. 119; [[πόθος]] μ' ἔχει διακναίσας, verzehrt mich, Eccl. 956. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διακναίω''': (ἴδε [[κναίω]]), ξέω τι ἢ [[τρίβω]], [[ἀφανίζω]], ὄψιν δ., [[φθείρω]] τὸν ὀφθαλμόν τινος, Εὐρ. Κύκλ. 487. - Παθ., σπαράττομαι, Ἱππ. 644. 49· διακναιομένης κάμακος, τῆς λόγχης συντριβομένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 65. 2) ἐξαντλῶ, [[φθείρω]], ἡ ἀσιτίη δ. Ἱππ. 451. 2· [[πόθος]] μ’ ἔχει διακναίσας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 957, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 27, [[Ἡρακλ]]. 297· δ. Ὀρέστην, διαφθείρων τὸ Ὀρέστ. (δηλ. τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ὀρέστ. [[ἕνεκα]] τῆς κακῆς καὶ ἀδεξίου ὑποκρίσεως), Στράττις Ἀνθρ. 1. -Παθ., ἐντελῶς φθείρομαι, καταστρέφομαι, αἰκίαις, μόχθοις Αἰσχύλ. Πρ. 94, 541, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 164, Ἀλκ. 108· διακναισθήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 251· τὸ [[χρῶμα]] διακεκναισμένος, ἀπολέσας ὅλον του τὸ [[χρῶμα]], ὁ αὐτ. Νεφ. 120. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 5 August 2017
English (LSJ)
A scrape or grate away, ὄψιν δ. gouge out his eye, E.Cyc. 487 (lyr.):—Pass., to be lacerated, Hp.Mul.2.120; διακναιομένης κάμακος the spear being shivered, A.Ag.65 (anap.). 2 wear out, wear away, ἡ ἀσιτίη δ. Hp.Morb.1.13; πόθος μ' ἔχει διακναίσας Ar.Ec.957, cf.E.IA27 (lyr.), Heracl.296 (lyr.); δ. Ὀρέστην murder Orestes (i.e. the character, by bad acting), Stratt.1:—Pass., to be worn quite away, destroyed, αἰκίαις, μόχθοις, A.Pr.94,541 (lyr.), cf. E.Med.164 (lyr.), Alc.109 (lyr.); πόλις διακναισθήσεται Ar.Pax251; τὸ χρῶμα διακεκναισμένος with all one's colour scraped off, Id.Nu.120.
German (Pape)
[Seite 582] zerschaben, zerreiben, zersplittern, übh. zerstören; ὄψιν Eur. Cycl. 487; Alc. 108 u. öfter; διακναιομένης κάμακος Aesch. Ag. 65; ἡ πόλις διακναισθήσεται, Schol. διαφθαρήσεται, Ar. Pax 251; τὸ χρῶμα διακεκναισμένος, abgeschabt, bleich, Nubb. 119; πόθος μ' ἔχει διακναίσας, verzehrt mich, Eccl. 956.
Greek (Liddell-Scott)
διακναίω: (ἴδε κναίω), ξέω τι ἢ τρίβω, ἀφανίζω, ὄψιν δ., φθείρω τὸν ὀφθαλμόν τινος, Εὐρ. Κύκλ. 487. - Παθ., σπαράττομαι, Ἱππ. 644. 49· διακναιομένης κάμακος, τῆς λόγχης συντριβομένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 65. 2) ἐξαντλῶ, φθείρω, ἡ ἀσιτίη δ. Ἱππ. 451. 2· πόθος μ’ ἔχει διακναίσας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 957, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 27, Ἡρακλ. 297· δ. Ὀρέστην, διαφθείρων τὸ Ὀρέστ. (δηλ. τὸν χαρακτῆρα τοῦ Ὀρέστ. ἕνεκα τῆς κακῆς καὶ ἀδεξίου ὑποκρίσεως), Στράττις Ἀνθρ. 1. -Παθ., ἐντελῶς φθείρομαι, καταστρέφομαι, αἰκίαις, μόχθοις Αἰσχύλ. Πρ. 94, 541, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 164, Ἀλκ. 108· διακναισθήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 251· τὸ χρῶμα διακεκναισμένος, ἀπολέσας ὅλον του τὸ χρῶμα, ὁ αὐτ. Νεφ. 120.