ἀντισηκόω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243
(3)
 
(6_1)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ntishko/w
|Beta Code=a)ntishko/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">counterbalance, compensate for</b>, c. dat. rei, <b class="b3">ὡς τοῖσδε</b> (sc. <b class="b3">κακοῖς</b>) δὶς ἀντισηκῶσαι <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>437</span>: c. gen., <b class="b3">ἀντισηκώσας δέ σε φθείρει θεῶν τις τῆς πάροιθ' εὐπραξίας</b> some god ruins thee, <b class="b2">making compensation for, balancing</b>, thy former happiness, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>57</span>, cf. <span class="bibl">D.S.31.12</span>: c. acc., <b class="b3">τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν</b> I <b class="b2">will compensate</b> the favour by honours, Luc. <span class="title">Trag.</span>243; <b class="b2">support by way of compensation</b>, τινά <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>29</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>6</span>:—Pass., ἡ ὠφέλεια πολλαῖς ὀδύναις -οῦται <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span> p.27</span> D.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">counterbalance, compensate for</b>, c. dat. rei, <b class="b3">ὡς τοῖσδε</b> (sc. <b class="b3">κακοῖς</b>) δὶς ἀντισηκῶσαι <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>437</span>: c. gen., <b class="b3">ἀντισηκώσας δέ σε φθείρει θεῶν τις τῆς πάροιθ' εὐπραξίας</b> some god ruins thee, <b class="b2">making compensation for, balancing</b>, thy former happiness, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>57</span>, cf. <span class="bibl">D.S.31.12</span>: c. acc., <b class="b3">τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν</b> I <b class="b2">will compensate</b> the favour by honours, Luc. <span class="title">Trag.</span>243; <b class="b2">support by way of compensation</b>, τινά <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>29</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>6</span>:—Pass., ἡ ὠφέλεια πολλαῖς ὀδύναις -οῦται <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Epict.</span> p.27</span> D.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἀντισηκόω''': [[ἀντιρρέπω]], τὸ βάρος μου σηκώνει τὴν [[ἀπέναντι]] πλάστιγγα καὶ φέρει αὐτὴν εἰς ἰσορροπίαν πρὸς τὴν [[ἄλλην]], [[ἀντισταθμίζω]] (πρβλ. [[ἀνασηκόω]]), [[μετὰ]] δοτ. πράγμ. ὡς τοῖσδε (δηλ. κακοῖς) καὶ δὶς ἀντισηκώσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· [[μετὰ]] γεν., θεῶν τις φθείρει σε, ἀντισηκώσας τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, [[θεός]] τις σὲ καταστρέφει φέρων σε εἰς τὸ ἀντίθετον τῆς πρῴην εὐτυχίας σου, Εὐρ. Ἑκ. 57· [[μετὰ]] αἰτ., τιμαῖς ἀντισηκώσω [[χάριν]], θὰ ἀνταποδώσω διὰ τιμῶν [[χάριν]], Λουκ. Τραγ. 243· [[ἀντισταθμίζω]], τὸν [[γοῦν]] παρὰ τὸ [[ἔθος]] κενεαγγήσαντα ξυμφέρει ταύτην τὴν ἡμέραν ἀντισηκῶσαι ὧδε ἀριγέως, κτλ. Ἱππ. περὶ διαίτ. Ὀξ. 389.10, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 782G. ΙΙ. [[φέρω]] εἰς ἰσορροπίαν, τὰς πλάστιγγας Κλήμ. Ἀλ. 151.
}}
}}

Revision as of 10:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισηκόω Medium diacritics: ἀντισηκόω Low diacritics: αντισηκόω Capitals: ΑΝΤΙΣΗΚΟΩ
Transliteration A: antisēkóō Transliteration B: antisēkoō Transliteration C: antisikoo Beta Code: a)ntishko/w

English (LSJ)

   A counterbalance, compensate for, c. dat. rei, ὡς τοῖσδε (sc. κακοῖς) δὶς ἀντισηκῶσαι A.Pers.437: c. gen., ἀντισηκώσας δέ σε φθείρει θεῶν τις τῆς πάροιθ' εὐπραξίας some god ruins thee, making compensation for, balancing, thy former happiness, E.Hec.57, cf. D.S.31.12: c. acc., τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν I will compensate the favour by honours, Luc. Trag.243; support by way of compensation, τινά Hp.Acut.29, cf. Art.6:—Pass., ἡ ὠφέλεια πολλαῖς ὀδύναις -οῦται Simp. in Epict. p.27 D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισηκόω: ἀντιρρέπω, τὸ βάρος μου σηκώνει τὴν ἀπέναντι πλάστιγγα καὶ φέρει αὐτὴν εἰς ἰσορροπίαν πρὸς τὴν ἄλλην, ἀντισταθμίζω (πρβλ. ἀνασηκόω), μετὰ δοτ. πράγμ. ὡς τοῖσδε (δηλ. κακοῖς) καὶ δὶς ἀντισηκώσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· μετὰ γεν., θεῶν τις φθείρει σε, ἀντισηκώσας τῆς πάροιθ’ εὐπραξίας, θεός τις σὲ καταστρέφει φέρων σε εἰς τὸ ἀντίθετον τῆς πρῴην εὐτυχίας σου, Εὐρ. Ἑκ. 57· μετὰ αἰτ., τιμαῖς ἀντισηκώσω χάριν, θὰ ἀνταποδώσω διὰ τιμῶν χάριν, Λουκ. Τραγ. 243· ἀντισταθμίζω, τὸν γοῦν παρὰ τὸ ἔθος κενεαγγήσαντα ξυμφέρει ταύτην τὴν ἡμέραν ἀντισηκῶσαι ὧδε ἀριγέως, κτλ. Ἱππ. περὶ διαίτ. Ὀξ. 389.10, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 782G. ΙΙ. φέρω εἰς ἰσορροπίαν, τὰς πλάστιγγας Κλήμ. Ἀλ. 151.