παρθένιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(13_6a)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] bei Pind. u. den Att. auch 2 Endgn,<b class="b2"> jungfräulich</b>; [[ζώνη]], Od. 11, 245; [[ὄαροι]], Hes. Th. 205; κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις, Pind. Ol. 6, 31, d. i. das Kindbett einer Jungfrau; oft bei Tragg. u. in Prosa; zur Jungfrau gehörig, [[παρθένιος]], Jungfernsohn, ll. 16, 180; aber Plut. Pomp. 74 nennt [[παρθένιον]] ἄνδρα den Mann, den die Jungfrau geheirathet hat. Uebertr., rein, unverdorben, auch von reinem Quellwasser, vgl. Ruhnk. H. h. Cer. 99; – [[παρθενία]] γῆ, Nic. Al. 149; τῆς παρθενίου καλουμένης γῆς, Plat. Legg. VIII, 844 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] bei Pind. u. den Att. auch 2 Endgn,<b class="b2"> jungfräulich</b>; [[ζώνη]], Od. 11, 245; [[ὄαροι]], Hes. Th. 205; κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις, Pind. Ol. 6, 31, d. i. das Kindbett einer Jungfrau; oft bei Tragg. u. in Prosa; zur Jungfrau gehörig, [[παρθένιος]], Jungfernsohn, ll. 16, 180; aber Plut. Pomp. 74 nennt [[παρθένιον]] ἄνδρα den Mann, den die Jungfrau geheirathet hat. Uebertr., rein, unverdorben, auch von reinem Quellwasser, vgl. Ruhnk. H. h. Cer. 99; – [[παρθενία]] γῆ, Nic. Al. 149; τῆς παρθενίου καλουμένης γῆς, Plat. Legg. VIII, 844 b.
}}
{{ls
|lstext='''παρθένιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Εὐρ. Φοίν. 224˙ ([[παρθένος]])˙ - ὡς τὸ [[παρθένειος]], ὁ ἀνήκων εἰς κορασίδα ἢ παρθένον, [[παρθενικός]], λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην (παρθενικὴν) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 68 Ὀδ. Λ. 245˙ ὄαροι Ἡσ. Θ. 205˙ [[ἔρως]] Ἀνακρ. 11˙ κεφαλὰ Πινδ. Π. 12. 15˙ αἶμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 215˙ χλιδὰ Εὐρ. Φοίν. 224˙ π. θύραι, αἱ τοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου (Ἀρτέμιδος), Ἀνθ. Π. 6. 202˙ [[παρθένιον]] βλέπειν Ἀνακρ. 4˙ -π. [[αὐλός]], ἴδε [[αὐλός]] Ι. 1. 2) [[παρθένιος]], ὡς τὸ [[παρθενίας]], ὁ υἱὸς ἀγάμου κόρης, ὁ πρὸ τοῦ γάμου τεχθείς, Ἰλ. Π. 180˙ οὕτω, [[παρθενία]] ὠδὶς Πινδ. Ο. 6. 51˙ - [[ἀλλά]], π. [[ἀνήρ]], ὁ [[σύζυγος]] παρθένου, Πλουτ. Πομπ. 74. ΙΙ. μεταφορ., [[καθαρός]], [[ἄμωμος]], [[μάλιστα]] ἐπίθ. τοῦ πηγαίου ὕδατος ὡς ἐν τῇ Λατιν. aqua virgo (πρβλ. [[νύμφη]] ΙΙ. 3), Rebunk. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 99, π. μύρτα, ἐπὶ τῶν λευκῶν [[μύρτων]], Ἀριστοφάν. Ὄρν. 1099. ΙΙΙ. π. γῆ, [[γαῖα]], Samia terra, γῆ τις ἐν Σάμῳ εὑρισκομένη, Κλήμ. Ἀλ. 321, Νικ. Ἀλεξιφ. 149 [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλια.
}}
}}

Revision as of 10:11, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθένιος Medium diacritics: παρθένιος Low diacritics: παρθένιος Capitals: ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ
Transliteration A: parthénios Transliteration B: parthenios Transliteration C: parthenios Beta Code: parqe/nios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Pi.P.12.9, E.Ph.224 (lyr.) :—

   A of a maiden, maidenly, λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην Od.11.245 ; ὄαροι Hes.Th.205 ; ἔρως Anacr.13A ; κεφαλαί Pi. l.c. ; αἷμα A.Ag.215 (lyr.); χλιδά E. Ph.224 (lyr.); π. θύραι of the temple of the Virgin Goddess, AP6.202 (Leon.); παρθένιον βλέπειν Anacr.4 ; π. αὐλός, v. αὐλός 1.1.    2 παρθένιος, ὁ, the son of an unmarried girl, Il.16.180 ; παρθενία ὠδίς Pi. O.6.31 ; but π. ἀνήρ the husband of maidenhood, first husband, Plu. Pomp.74.    II metaph., pure, undefiled, Π. φρέαρ, name of a well, h.Cer.99 ; π. μύρτα, of white myrtle-berries, Ar.Av.1099 (lyr.).    III π. γαῖα, = Samia terra, Nic.Al.149.    IV Π., ὁ(sc. μήν), a month in Elis, Sch. Pi.O.3.35.

German (Pape)

[Seite 521] bei Pind. u. den Att. auch 2 Endgn, jungfräulich; ζώνη, Od. 11, 245; ὄαροι, Hes. Th. 205; κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις, Pind. Ol. 6, 31, d. i. das Kindbett einer Jungfrau; oft bei Tragg. u. in Prosa; zur Jungfrau gehörig, παρθένιος, Jungfernsohn, ll. 16, 180; aber Plut. Pomp. 74 nennt παρθένιον ἄνδρα den Mann, den die Jungfrau geheirathet hat. Uebertr., rein, unverdorben, auch von reinem Quellwasser, vgl. Ruhnk. H. h. Cer. 99; – παρθενία γῆ, Nic. Al. 149; τῆς παρθενίου καλουμένης γῆς, Plat. Legg. VIII, 844 b.

Greek (Liddell-Scott)

παρθένιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Φοίν. 224˙ (παρθένος)˙ - ὡς τὸ παρθένειος, ὁ ἀνήκων εἰς κορασίδα ἢ παρθένον, παρθενικός, λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην (παρθενικὴν) Πολυδ. Ζ΄, 68 Ὀδ. Λ. 245˙ ὄαροι Ἡσ. Θ. 205˙ ἔρως Ἀνακρ. 11˙ κεφαλὰ Πινδ. Π. 12. 15˙ αἶμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 215˙ χλιδὰ Εὐρ. Φοίν. 224˙ π. θύραι, αἱ τοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου (Ἀρτέμιδος), Ἀνθ. Π. 6. 202˙ παρθένιον βλέπειν Ἀνακρ. 4˙ -π. αὐλός, ἴδε αὐλός Ι. 1. 2) παρθένιος, ὡς τὸ παρθενίας, ὁ υἱὸς ἀγάμου κόρης, ὁ πρὸ τοῦ γάμου τεχθείς, Ἰλ. Π. 180˙ οὕτω, παρθενία ὠδὶς Πινδ. Ο. 6. 51˙ - ἀλλά, π. ἀνήρ, ὁ σύζυγος παρθένου, Πλουτ. Πομπ. 74. ΙΙ. μεταφορ., καθαρός, ἄμωμος, μάλιστα ἐπίθ. τοῦ πηγαίου ὕδατος ὡς ἐν τῇ Λατιν. aqua virgo (πρβλ. νύμφη ΙΙ. 3), Rebunk. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 99, π. μύρτα, ἐπὶ τῶν λευκῶν μύρτων, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 1099. ΙΙΙ. π. γῆ, γαῖα, Samia terra, γῆ τις ἐν Σάμῳ εὑρισκομένη, Κλήμ. Ἀλ. 321, Νικ. Ἀλεξιφ. 149 ἔνθα ἴδε Σχόλια.